Tόν καιρό που οι Λογγοβάρδοι λυμαίνονταν τις επαρχίες της Βορείου Ιταλίας, έπιασαν αιχμάλωτο ένα Διάκονο κι είχαν αποφασίσει να τον βασανίσουν.
Ο Σάγκτουλος, ένας Χριστιανός Λογγοβάρδος, που οι συμπατριώται του τον σέβονταν σαν άγιο, για την πολλή ευλάβεια και τη μεγάλη αρετή του, έκανε πολλά διαβήματα στους αρχηγούς, για να σώση τη ζωή του αιχμαλώτου.
Μα δεν κατώρθωσε τίποτε άλλο, εκτός από τη χάρη να μείνη αυτός φρουρός κοντά στον μελλοθάνατο, την τελευταία νύκτα.
– Μείνε, τον προειδοποίησε ο Αρχηγός, αλλ᾽ αν ξεφύγη, να ξέρης πως θα βασανιστής εσύ στη θέσι του.
Ο Σάγκτουλος συμφώνησε κι έτσι κάθησε φρουρός. Τα μεσάνυχτα όμως, όταν όλο το στρατόπεδο ήταν βυθισμένο στον ύπνο, ξύπνησε τον Διάκονο και του είπε να σηκωθή να φύγη, όσο μπορούσε πιό γρήγορα. Του είχε έτοιμο κι ένα γοργό άλογο.
– Αδύνατον, αδελφέ μου, έλεγε ο μελλοθάνατος.Άν εγώ γλιτώσω, εσύ είναι αδύνατο να γλιτώσης από τα χέρια τους. Πως λοιπόν να γίνω αιτία να πεθάνης μ᾽ ένα τόσο σκληρό θάνατο;
– Μη σε μέλει για μένα, έλεγε από την άλλη μεριά ο Σάγκτουλος. Ο Θεός θα με σκεπάση. Έτσι τον έπεισε να φύγη.Τήν άλλη ημέρα, οι Λογγοβάρδοι ζήτησαν τον αιχμάλωτο.
– Έφυγε, τους είπε με απάθεια ο φρουρός του.
– Κι εσύ θα ξέρης βέβαια πολύ καλά τον τρόπο.
– Ναί, αποκρίθηκε θαρρετά ο Σάγκτουλος.
– Επειδή είσαι καλός άνθρωπος, δε θέλω να σε βασανίσω, είπε ο Αρχηγός, που θαύμαζε, χωρίς να το δείχνη, το θάρρος του. Διάλεξε μόνος σου τον τρόπο που προτιμάς να πεθάνης.
– Είμαι στα χέρια του Θεού, αποκρίθηκε ατάραχος ο Χριστιανός στρατιώτης. Τον θάνατο που θα παραχωρήσηΕκείνος, θα τον δεχθώ με ευχαρίστησι.
Τελικά αποφάσισαν να του κόψουν με πέλεκυ την κεφαλή του κι ανέθεσαν τη δουλειά αυτή σ᾽ ένα μεγαλόσωμο και χειροδύναμο στρατιώτη.Ο Σάγκτουλος γονάτισε, είπε την προσευχή του κι έσκυψε καρτερικά το κεφάλι να δεχθή το χτύπημα.
Η ψυχή του αγαλλίαζε στη σκέψι πως σε λίγο θα βρισκόταν κοντά στον Χριστό. Ο δήμιος σήκωσε ορμητικά τον φονικό πέλεκυ για να ξεμπερδέψη μιά και καλή μ᾽ αυτή τη δουλειά. Τα χέρια του όμως έμειναν ακίνητα στον αέρα, σαν να τα έσφιγγε μυστηριώδης δύναμις.
Ένιωσε πόνους φοβερούς κι άρχισε να μουγκρίζη σαν πληγωμένο θηρίο. Οι άλλοι γύρω τρόμαξαν.
– Τι πάμε να κάνωμε; έλεγαν μεταξύ τους, να τα βάλωμε με τον άγιο αυτόν άνθρωπο, που έχει τον Θεό μαζί του;
Άρχισαν, λοιπόν, να παρακαλούν τον Σάγκτουλο, που έμενε ακόμη με το κεφάλι γερμένο, να γιατρέψη τον στρατιώτη, που εξακολουθούσε να φωνάζη με τα χέρια κρατημένα ψηλά.
– Δεν μπορώ να ζητήσω τέτοια χάρι γι᾽ αυτόν από τον Κύριό μου, αν δεν υποσχεθή πρώτα πως δε θα ξανασηκώση το χέρι του να κτυπήση Χριστιανό, είπε ο Σάγκτουλος.
– Υπόσχομαι, φώναξε ο στρατιώτης τρέμοντας από το φόβο του.
– Κατέβασε λοιπόν τα χέρια σου, πρόσταξε ο δούλος του Θεού.Μέ τον λόγο, τα χέρια παρευθύς κινήθηκαν για να πετάξουν πρώτα απ᾽ όλα μακριά το φονικό όργανο.Κατάπληκτοι
οι Λογγοβάρδοι για όσα έγιναν εκείνο το πρωΐ μπροστά στα μάτια τους, χάρισαν τη ζωή στο Σάγκτουλο, που έγινε από τότε,Ιεραπόστολος ανάμεσά τους.
Από το ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ