Πρὶν ἀπὸ 70 σχεδὸν χρόνια ὁ π. Αὐγουστῖνος κήρυττε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ λαό, καὶ στοὺς συναδέλφους του ἱεροκήρυκες. Εἶχε νὰ πῇ καὶ σ᾽ αὐτοὺς σοβαρὰ πράγματα. Ἂς τὸν ἀκούσουμε)

«…Ἀκούγονται, ἀγαπητοί μου, κουδουνίσματα προβάτων καὶ φλογέρα βοσκοῦ νὰ παίζῃ γλυκά.

Οἱ Ἕλληνες ἔκαναν τὸν ἦχο της σῆμα τοῦ ῥαδιοφωνικοῦ σταθμοῦ· στὸ ἄκουσμά της ἡ φαντασία πετᾷ στὴν Πίνδο, ἀλλὰ καὶ στὴ Βηθλεὲμ ὅπου ἀντήχησε τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ…» (Λουκ. 2,14).

Ὅταν ὅμως ἐμφανισθῇ λύκος, ὁ βοσκὸς ἀφήνει τὴ φλογέρα, παίρνει σφεντόνα, ῥίχνει πέτρες, καὶ μόνο ὅταν ὁ λύκος ἀπομακρυνθῇ τότε ξαναπιάνει τὴ φλογέρα.

Ἀλλοίμονο ἂν ὁ βοσκὸς εἶχε μόνο φλογέρα. Οἱ λύκοι δὲν φεύγουν μὲ φλογέρα, θὰ τοῦ φᾶνε τὰ πρόβατα. Ὑπάρχει βοσκός, ποὺ παίζει φλογέρα τὴν ὥρα ποὺ χρειάζονται σφεντόνες καὶ ῥόπαλα;

Οἱ βοσκοὶ εἶνε εἰκόνα τῶν κληρικῶν καὶ τῶν ἱεροκηρύκων, ποὺ ἔχουν ἀναλάβει τὴ μέριμνα γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατα τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ.

Κρατοῦν φλογέρα, μιλοῦν δηλαδὴ ἥσυχα, περιγράφουν τὸ κάλλος τῆς ἀρετῆς ἢ τὴν ἀσχημία τῆς ἁμαρτίας.

Σὲ καιρὸ εἰρήνης ποιός μπορεῖ νὰ τοὺς κατηγορήσῃ; Ἀλλ᾽ ἐνῷ παίζουν τὴ φλογέρα τους νά καὶ παρουσιάζονται λύκοι· λύκοι πεινασμένοι, αἱμοβόροι, ἀραβικοὶ ὅπως λέει ὁ προφήτης (βλ. Ἀββ. 1,8), λύκοι διαφόρων χρωμάτων καὶ προελεύσεων.

Καὶ τέτοιοι εἶνε ἐκεῖνοι ποὺ μὲ διαφόρους τρόπους βλάπτουν σωματικὰ ἢ πνευματικὰ τὸ λαό. Νάτους· ὁ ἕνας συντηρεῖ κακόφημα σπίτια, ὁ ἄλλος χαρτοπαικτικὲς λέσχες, ὁ τρίτος κινηματογράφο καὶ μὲ κακὲς ταινίες καταστρέφει παιδιά, ποὺ τὰ κόκκαλά τους θὰ «διασκορπιστοῦν παρὰ τὸν ᾅδην» (Ψαλμ. 140,7), ὁ ἄλλος ἐκμεταλλεύεται ἐργάτες, ὁ ἄλλος ὀργανώνει καλλιστεῖα, ὁ ἄλλος ἐκδίδει αἰσχρὰ περιοδικά, ὁ ἄλλος σκορπάει προσηλυτιστικὰ ἔντυπα διαφόρων αἱρέσεων. «Λύκοι βαρεῖς» (Πράξ. 20,29), ἀλλὰ προβατόσχημοι· ξέρουν νὰ ὑποκρίνωνται κ᾽ ἐξαπατοῦν.

Κακὸ ἕνας λύκος νὰ ὑποδύεται τὸ πρόβατο· μὰ τὸ χειρότερο εἶνε, ὅταν ἕνας ποιμένας τῶν προβάτων γίνεται λύκος!

Τέτοιοι λύκοι εἶνε οἱ ποιμένες ἐκεῖνοι ποὺ ὄχι «διὰ τῆς θύρας» (Ἰω. 10,1-2) ἀλλὰ μὲ ποικίλα ἄτιμα μέσα κατώρθωσαν νὰ καταλάβουν ἀξιώματα στὴν ἐκκλησία καὶ τὴν πολιτεία. Κάνεις τὸ λύκο βοσκὸ καὶ περιμένεις προκοπή;

Βοσκοὶ λύκοι! αὐτοὶ κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο εἶνε οἱ φοβερώτεροι ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν «φείδονται τοῦ ποιμνίου» (Πράξ. 20,29).

Ὁ Δαυῒδ τοὺς ζωγραφίζει (βλ. Ψαλμ. 9,26-33) καὶ παρακαλεῖ τὸ Θεὸ νὰ προστατεύῃ τοὺς φτωχοὺς ἀπ᾽ αὐτούς· «Ἀνάστηθι, Κύριε ὁ Θεός, …μὴ ἐπιλάθῃ τῶν πενήτων» (ἔ.ἀ. 9,33).

Ἡ ἀθεόφοβη ἀριστοκρατία εἶνε ὁ μεγάλος κίνδυνος μιᾶς χώρας, γιὰ τὴν ὁποία ὁ προφήτης θὰ ἔλεγε· «Οἱ ἄρχοντες αὐτῆς ἐν μέσῳ αὐτῆς ὡς λύκοι ἁρπάζοντες ἁρπάγματα τοῦ ἐκχέαι αἷμα, ὅπως πλεονεξίᾳ πλεονεκτῶσι» (Ἰεζ. 22,27).

Ὅλες αὐτὲς τὶς ἀδικίες, τὶς δημόσιες προσβολὲς τοῦ ἠθικοῦ νόμου, πρέπει νὰ τὶς καυτηριάζουν οἱ κήρυκες τοῦ Θεοῦ.

Ἔχουν χρέος νὰ ἐλέγχουν τοὺς δρᾶστες τοῦ κακοῦ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου στὸν Τιμόθεο· «Τοὺς ἁμαρτάνοντας ἐνώπιον πάντων ἔλεγχε, ἵνα καὶ οἱ λοιποὶ φόβον ἔχωσι» (Α΄ Τιμ. 5,20).

Ἀκοῦτε; δὲν λέει «τὴν ἁμαρτίαν», λέει «τοὺς ἁμαρτάνοντας», αὐτοὺς ποὺ ἁρπάζουν τὰ πρόβατα. – Μὰ ἡ φλογέρα εἶνε εὐχάριστη, ἀπαντοῦν οἱ κήρυκες, πῶς νὰ τὴν ἀφήσουμε;…

Ἀκοῦστε λοιπὸν ὄχι ἐμένα ἀλλὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Καυτηρίαζε τοὺς πλεονέκτες ποὺ ἄφηναν γυμνὸ τὸ φτωχὸ μέσ᾽ στὸ χιονιᾶ. Κ᾽ ἐπειδὴ καταλάβαινε ὅτι δυσαρεστοῦνται, εἶπε· Ξέρω ὅτι σᾶς στενοχωρῶ· ἀλλ᾽ οὔτε ἐγώ, πιστέψτε με, ἀρέσκομαι νὰ ἐλέγχω.

Θὰ μοῦ ἄρεσε νὰ μιλῶ γιὰ εὐχάριστα θέματα, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, γιὰ τὸ ψαλμικὸ «Εἰς τόπον χλόης ἐκεῖ με κατεσκήνωσεν, ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως ἐξέθρεψέ με» (Ψαλμ. 22,2).

Ἀλλὰ ὅταν ἔχω ἕνα κατάδικο μελλοθάνατο, δὲν μπορῶ νὰ τοῦ μιλάω γιὰ τιμὲς καὶ ἀξιώματα· ἐπείγει νὰ φροντίσω πρῶτα ν᾽ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὴν καταδίκη, καὶ μετὰ τὰ ἄλλα· τὸ ἴδιο καὶ στὸν ἄρρωστο ποὺ ἔχει πυρετὸ αὐτὸ ποὺ πρωτεύει εἶνε, ν᾽ ἀπαλλαγῇ ἀπ᾽ τὴν ἀρρώστια· κ᾽ ἐγὼ μὲ τὸν ἔλεγχό μου ἑτοιμάζω φάρμακα γιὰ νὰ θεραπευθῇ.

Ναί, ὁ σκληρὸς ἐλεγκτικὸς λόγος διορθώνει ψυχές. Προτιμότερο νὰ καῇς προσωρινὰ ἀπ᾽ τοὺς ἐλέγχους μου παρὰ νὰ καίγεσαι αἰωνίως ἀπ᾽ τὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως.

Ἄλλοτε πάλι ὁ ἱερὸς πατήρ, ἐνῷ ἑρμήνευε τὸν ὕμνο «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ…» (Ἠσ. 6,3), διακόπτει τὴν ἐποικοδομητικὴ ἐκείνη ὁμιλία καὶ ἀσκεῖ ἔλεγχο ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων ποὺ τάραζαν τὴν εἰρήνη τοῦ ποιμνίου.
Καὶ ἄλλοτε λέει τὰ ἑξῆς.

Ὅσο δὲν μᾶς ἐνωχλοῦσε κανένας, δὲν μιλούσαμε ἐπιθετικά· τώρα ὅμως, ποὺ «λύκοι βαρεῖς» ζητοῦν νὰ παραπλανήσουν τὰ πρόβατά μας, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι ν᾽ ἀφήσουμε τὸν ἥσυχο λόγο καὶ ν᾽ ἀγωνιστοῦμε κατὰ τῶν αἱρετικῶν, γιὰ νὰ μὴν πάρουν οὔτε ἕνα πρόβατο τῆς μάνδρας μας.

Ὁ Χρυσόστομος καὶ τὴ φλογέρα ἔπαιζε ὑπέροχα, ἀλλὰ καὶ τὴ σφενδόνη χρησιμοποιοῦσε γενναῖα. Κανόνας του ἦταν· ὅποιος καταπατᾷ δημοσίως τὸ νόμο τῆς Ἐκκλησίας καὶ σκανδαλίζει τὸ λαό, πρέπει νὰ ἐλέγχεται.

Δὲν χαριζόταν σὲ κανένα.

Ὅταν αὐλοκόλακες ἔστησαν ἔξω ἀπ᾽ τὸ ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας ἄγαλμα τῆς αὐτοκράτειρας Εὐδοξίας κ᾽ οἱ φωνές τους ἔφταναν ὣς τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, ἤλεγξε γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐκείνους καὶ τὴ βασίλισσα.

Ὅλοι οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποιοῦσαν τὸν ἐλεγκτικὸ λόγο γιὰ ἄρχοντες· καὶ ἔχασαν ἄμβωνες καὶ θρόνους, καὶ πέθαναν σὲ φυλακὲς καὶ ἐξορίες.

Ἐμεῖς τώρα ξέρουμε νὰ ἐγκωμιάζουμε τοὺς πατέρες, ἀλλὰ δὲν τοὺς μιμούμεθα. Κι ὁ λαὸς ἐνδομύχως γελάει εἰς βάρος μας.

Δὲν ἐλέγχουμε τὸν ἕνα γιατὶ ἔχει ἀξίωμα, τὸν ἄλλο γιατὶ εἶνε πλούσιος, τὸν ἄλλο γιατὶ εἶνε φίλος, τὸν ἄλλο γιατὶ κινδυνεύουν τὰ συμφέροντά μας…

Ἕνας ἐφάμαρτος μη-μου απτισμὸς ἐπικρατεῖ. Κολακεύουμε καὶ κολακευόμεθα. Βλέπουμε ἀδικίες καὶ ἐγκλήματα, καὶ τὰ προσπερνοῦμε ὅπως ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ λευΐτης τῆς γνωστῆς παραβολῆς (βλ. Λουκ. 10,30-35),

Καμμία εἰλικρίνεια· ὑποκρισία βασιλεύει στὶς σχέσεις κλήρου καὶ λαοῦ, οἱ ὑφιστάμενοι ἐξαντλοῦνται σὲ ἐμετικὲς κολακεῖες.

Ἀκοῦς καὶ ὀνομάζουν ἀπὸ ἄμβωνος σοφὸ τὸν ἄσοφο, ἐλεήμονα τὸ φιλάργυρο, εὐσεβῆ τὸν ἀσεβῆ, φύλακα τῆς Ὀρθοδοξίας τὸ νεωτεριστή· ἕνα θρησκευτικὸ ψέμα ἐπιπλέει ἐπάνω στὴν κοινωνικὴ ἄβυσσο.

Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, θεολόγοι καὶ ἱεροκήρυκες! ἀφῆστε γιὰ λίγο τὶς φλογέρες καὶ πάρτε τὶς σφεντόνες, κηρύξτε ἐλεγκτικά. –Ἐμεῖς, θὰ πῆτε, δὲν εἴμαστε Χρυσόστομοι, εἴμαστε ἀδύνατοι…

Δὲν διαβάσατε ὅμως πῶς ὁ Δαυῒδ νίκησε τὸ Γολιάθ; ἔρριξε κάτω τὸ γίγαντα μὲ ἕναν ἀπ᾽ τοὺς πέντε λίθους ποὺ πῆρε ἀπ᾽ τὸ χείμαρρο (βλ. Α΄ Βασ. 17,40-49).

Τὴ σφενδόνη καὶ τοὺς πέντε λίθους ἄφησε ὡς σύμβολο ὁ Δαυῒδ στοὺς ἀγωνιστάς. Ἀντὶ τῶν πέντε λίθων εἶνε οἱ «πέντε λόγοι» (Α΄ Κορ. 14,19), ποὺ ἤθελε νὰ πῇ στοὺς Χριστιανοὺς ὁ Παῦλος καὶ τοὺς ἑρμήνευσε ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης.

Τοὺς χρησιμοποιήσαμε; Ἂν χρησιμοποιούσαμε τὴν ἁπλῆ καὶ οὐσιώδη ἐλεγκτικὴ διδασκαλία, θὰ βλέπαμε συγχρόνους Γολιὰθ θὰ νικιῶνται. Δὲν ὑπάρχει κακὸ ποὺ νὰ μὴν τὸ νικᾷ ἡ πίστις, ἡ ὁποία καὶ βουνὰ σηκώνει καὶ τὰ ῥίχνει στὴ θάλασσα κατὰ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου (βλ. Ματθ. 21,21. Μᾶρκ. 11,23).

Καιρὸς σφενδόνης τώρα, ἀδελφοί μου. Ὑπάρχουν πολλὲς φλογέρες στὴν Ἐκκλησία, λείπουν ὅμως σφεντόνες, κηρύγματα Φλαμιάτου καὶ Παπουλάκου, κηρύκων μὲ ἀπόφασι θανάτου.

Τὰ κηρύγματα αὐτὰ δυστυχῶς δὲν ἐκτιμῶνται ἀπὸ τὴν ἐπίσημη ἐκκλησία.

Οἱ λύκοι τρῶνε τὰ πρόβατα κ᾽ ἐμεῖς φλοῦ – φλοῦ παίζουμε τὴ φλογερίτσα μας. Ἔτσι ἀγωνίστηκαν οἱ ἅγιοι πατέρες;

Τί λέει ὁ ὑμνογράφος γι᾽ αὐτούς· «Ὅλην συλλεξάμενοι ποιμαντικὴν ἐπιστήμην καὶ θυμὸν κινήσαντες νῦν τὸν δικαιότατον ἐνδικώτατα, τοὺς βαρεῖς ἤλασαν καὶ λοιμώδεις λύκους τῇ σφενδόνῃ τῇ τοῦ Πνεύματος ἐκσφενδονήσαντες τοῦ τῆς Ἐκκλησίας πληρώματος…» (αἶν. ἁγ. Πατ.).

Ἂν παρ᾽ ὅλα αὐτὰ οἱ ἱεροκήρυκές μας ἐξακολουθοῦν νὰ παίζουν φλογέρα, τότε ἕνας βοσκὸς τῆς Πίνδου θὰ εἶνε κατήγορός μας ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως. Διότι «καιρὸς παντὶ πράγματι» (Ἐκκλ. 3,1).

Καλὴ ἡ φλογέρα ἐν καιρῷ εἰρήνης· ἀλλὰ τὸ νὰ παίζῃς φλογέρα σὲ καιρὸ μάχης, τότε ποὺ κατὰ τὸν προφήτη πρέπει καὶ «ὁ πραῢς νὰ γίνῃ μαχητής» (Ἰωὴλ 4,11), κι ὄχι μόνο αὐτὸ ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποτρέπῃς καὶ τοὺς ἄλλους νὰ πάρουν σφενδόνη καὶ νὰ τοὺς κατηγορῇς ὡς τρελλούς, αὐτὸ ἀποτελεῖ πρᾶξι ποὺ ἀποφεύγω νὰ τὴ χαρακτηρίσω.

Ἀρκετὰ τὰ φλοῦ-φλοῦ· τώρα εἶνε καιρὸς γιὰ σφεντόνα Δαυῒδ μὲ πέντε λίθους. Τοὺς ἔχουμε; θὰ νικήσουμε· δὲν τοὺς ἔχουμε, δὲν μᾶς σῴζουν οἱ φλογέρες ποὺ παίζουν σὲ αὐλὲς ἀρχιερέων, ἱερατικῶν καὶ θεολογικῶν σχολῶν, θρησκευτικῶν συλλόγων καὶ ἀδελφοτήτων.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here