Έλα, πατέρα, πάμε
……..Μετά την πρώτη έντονη χιονόπτωση, τα τέσσερα αδέλφια συγκεντρώνονται ξανά στο σπίτι και λένε στον πατέρα τους:
«Έλα, πατέρα, πάμε να ντυθείς γιατί θα βγούμε.»
«Θα βγούμε; Με τέτοιο χιόνι;» ρωτάει εκείνος απορημένος.

Οι γιοί του, όμως, απαντάνε:
«Ναι, ναι, έλα, πάμε.»
Ο καημένος ο πατέρας ξέρει ότι το μυαλό του δε δουλεύει καλά τελευταία, κι έτσι αναγκάζεται να υπακούσει σ’ αυτό που του λένε τα παιδιά του.

Τον ντύνουν, του φοράνε —τι ειρωνεία!— ένα ζεστό παλτό, και παίρνουν κι οι πέντε τον δρόμο για το δάσος.

Μόλις φτάνουν εκεί, αρχίζουν να ψάχνουν ένα μέρος για να τον αφήσουν και να εξαφανιστούν γρήγορα. Προχωρούν στο δάσος, όλο και πιο βαθιά, ώσπου κάποια στιγμή φτάνουν σ’ ένα ξέφωτο. Αναπάντεχα, ακούνε τον πατέρα τους να λέει:
«Εδώ είναι.»

«Τι; Ποιο;» ρωτάνε έκπληκτοι οι γιοι του.
«Εδώ είναι» λέει ξανά.

Ο πατέρας ασφαλώς δεν είχε αρκετή πνευματική διαύγεια για να καταλαβαίνει τι συνέβαινε, κι εκείνοι είχαν προσέξει πολύ να μην τους ξεφύγει τίποτα… Σε τι αναφερόταν λοιπόν ο γέρος;

«Εδώ, εδώ. Αυτό εδώ είναι το μέρος…» επιμένει εκείνος, ιδρωμένος και με τα μάτια του να έχουν πεταχτεί έξω από τις κόγχες τους.

Τότε κι οι γιοι του τον ρωτάνε:
«Ποιο μέρος, πατέρα; Για τι πράγμα μιλάς;»

Κι ο γέρος τους απαντά:
«Εδώ είναι το μέρος όπου, πριν από είκοσι πέντε χρόνια, εγκατέλειψα τον πατέρα μου».

Χόρχε Μπουκάι (Jorge Bucay)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ