Παῦλος Ἰωάννου – Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης
«Τὸ Εὐαγγέλιον εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὸ Εὐαγγέλιον εἶναι τὸ Μέγα τῆς εὐσεβείας Μυστήριον• ὅτι ὁ Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί.
Εἰς αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιον, εἰς τὸ γεγονὸς τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως θεμελιοῦται ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὸ εἶναι τὸ περιεχόμενόν Της, Αὐτὸ εἶναι ἡ ζωή Της, Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν βιώνομε τὸ γεγονὸς τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως, ὡς προϋπόθεσιν τῆς ἰδικῆς μας θεώσεως.
Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἐνηνθρώπησε δύναται νὰ θεωθῆ ὁ ἄνθρωπος. Καὶ αὐτὴν τὴν θέωσιν, αὐτὴν τὴ μοναδικὴν δυνατότητα ὑπερβάσεως τοῦ θανάτου, ἀναζητοῦμεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, δι’ αὐτὸ ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, αὐτὸ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία.
Ὁ Μοναχισμός, ὡς ἡ γρηγοροῦσα συνείδησις τῆς Ἐκκλησίας ὑπενθυμίζει διαρκῶς αὐτὴν τὴν ἀλήθειαν. Καλεῖ ὅλον τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας νὰ μὴν λησμονήση αὐτὸν τὸν στόχον, νὰ μὴν παγιδευθῆ εἰς τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου τὸ ὁποῖον παράγεται.
Ὁ Μοναχισμὸς εἶναι μία διαρκὴς μαρτυρία τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, μαρτυρία καὶ τοῦ στόχου, ἀλλὰ καὶ τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς. Ὁ Μοναχισμὸς πτερούμενος ὑπὸ τοῦ Θείου ἔρωτος εἶναι μία διαρκὴς μαρτυρία, ἀλλὰ καὶ διαμαρτυρία, διὰ τὸν κίνδυνον ἡ σχέσις τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τοῦ Θεοῦ νὰ γίνη μία συμβατικὴ σχέσις.
Ὁ Μοναχὸς ἐξέρχεται τοῦ κόσμου διὰ νὰ ζήση τὴν παρουσίαν τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ τὸν σκοπὸ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἔξοδος αὐτὴ δὲν σημαίνει ἄρνησιν τῆς κοινωνίας ἢ τῆς κοινωνικῆς ζωῆς ἀλλὰ ἔνταξιν αὐτῶν εἰς τὴν κοινωνίαν τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἔξοδος πραγματοποιεῖται ὡς πορεία πρὸς τὴν ἐλευθερίαν τοῦ Θεοῦ καὶ μετοχὴ εἰς αὐτὴν καὶ συντελεῖται μὲ τὴν τήρησιν τῶν ἐντολῶν. Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμὸς εἶναι ἡσυχαστικός. Ἡ νοερὰ ἡσυχία τοῦ ὀρθοδόξου Μοναχοῦ γεννᾶται ἀπὸ τὴν μετάνοιαν καὶ τὴν ἐκζήτησιν τῆς φυλάξεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Μοναχὸς εἶναι ὁ τύπος τοῦ ἀληθινοῦ Χριστιανοῦ, μία νήφουσα καὶ συνεχῶς ἀσκουμένη ὕπαρξις, ἀσκουμένη εἰς τὸ νὰ ἀπαρνηθῆ κάθε τι ποὺ δὲν εἶναι Θεὸς ἢ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐπιτύχη τὴν ὁλοκληρωτικὴν ἀναφορὰν καὶ ἀφιέρωσιν εἰς τὸν Κύριον.
Αἱ Μοναχικαὶ ὑποσχέσεις αἱ ὁποῖαι σκελετώνουν τὴν αὐθεντικὴν ζωὴν τῶν Μοναχῶν εὑρίσκονται εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην καὶ ἀπηχοῦν τὰς ἀπαντήσεις τοῦ Κυρίου εἰς τοὺς πειρασμοὺς τῆς Ἐρήμου. Μὲ τὰς ὑποσχέσεις αὐτὰς ἡ μοναχικὴ ἄσκησις διατηρεῖ τὸν εὐαγγελικὸ αὐτῆς χαρακτήρα καὶ νικᾶ τοὺς δαιμονικοὺς πειρασμοὺς μὲ τοὺς ὁποίους ἐπιχειρεῖται ἡ διαφθορὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ ἡ αἰχμαλωσία εἰς τὸν «ζωώδη εὐτυχισμόν».
Ὁ Μοναχισμὸς βιοῦται ὡς μυστήριον μετανοίας ἀλλὰ καὶ ὡς μυστήριον ἀγάπης. Ὁ Μοναχισμὸς εἶναι φιλάνθρωπος καὶ μετρᾶ τὰ πάντα μὲ τὸ μέτρον τῆς ἀγάπης, τῆς καθολικῆς σωτηρίας τῶν πάντων.
Ὀφείλομεν νὰ διαφυλάξωμεν τὸν Μοναχισμὸν ἀπὸ τὸν κίνδυνον παραχαράξεώς του καὶ ἐκδυτικισμοῦ του. Βασικὴ μέριμνα τοῦ ἀληθινοῦ Μοναχοῦ δὲν εἶναι νὰ κάνει κάτι, ἀλλὰ νὰ εἶναι κάτι. Ἔργον τοῦ Μοναχοῦ εἶναι ἡ φανέρωσις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ θνητὶ σαρκὶ αὐτοῦ.
Ἀποστολὴ τοῦ Μοναχισμοῦ δὲν εἶναι ἡ ὑποκατάστασις τοῦ Ἐνοριακοῦ ἔργου καὶ τῆς Ἐνοριακῆς ποιμαντικῆς δραστηριότητος. Οἱ ἄνθρωποι καὶ δὴ οἱ νέοι δὲν περιμένουν ἀπὸ τοὺς Μοναχοὺς αὐτὰ τὰ ὁποῖα τοὺς προσφέρει ὁ κόσμος ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἀληθῶς ἀναζητοῦν, ἁγιότητα, ἀλήθειαν καὶ ἀγάπην, δηλαδὴ τὴν οὐσίαν τῆς Μοναχικῆς Πολιτείας.
Εἰς τὸ κατώφλιον τῆς νέας χιλιετίας ὁ πατερικὸς λόγος ὡς κατάθεσις ἀληθείας ἀλλὰ καὶ ὡς στόχος ζωῆς «Φῶς μοναχοῖς ἄγγελοι, φῶς δὲ ἀνθρώποις Μοναχικὴ πολιτεία» εἶναι ὑπὲρ ποτὲ ἄλλοτε σήμερον ἐπίκαιρος».