Η ψαλμωδία στην Εκκλησία είναι δοξολογία προς τον Παντοδύναμο, Πολυεύσπλαχνο και Πολυέλαιο Θεό, παράκληση και δέηση προς τον Θεό προκειμένου να εξιλεωθούν οι αμαρτίες μας.

Οι Ευαγγελιστές Ματθαίος και Μάρκος μας πληροφορούν ότι μετά το Μυστικό Δείπνο ο Κύριος και οι μαθητές του «υμνήσαντες, εξήλθον εις το όρος των ελαιών…» (Μάρκος 14, 26 και Ματθαίος 26, 30). Και ο Απόστολος των Εθνών Παύλος συνιστά στους χριστιανούς : «…..λαλούντες εαυτοίς ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς, άδοντες και ψάλλοντες εν τη καρδία ημών τω Κυρίω» (Εφεσίους 5, 19 και Κολοσσ. 3, 16).

Αρχαία παράδοση και συνήθεια της Εκκλησίας μας, ήδη από τα χρόνια του Χριστού και των μαθητών του, η δοξολογία του Θεού. Ακολούθως από τον Απολογητή Τερτυλλιανό πληροφορούμαστε (Apolog. 39) ότι όλοι οι χριστιανοί στις αγάπες υμνούσαν το Θεό είτε με αυτοσχέδιους ύμνους είτε με ύμνους παρμένους από την Αγία Γραφή.

Τα πρώτα χριστιανικά χρόνια γνωρίζουμε ότι η ψαλμωδία γίνονταν από όλους τους χριστιανούς, ενώ οι πρώτοι ύμνοι ήταν ωδές από το βιβλίο των Ψαλμών της Παλαιάς Διαθήκης.

Συνεπεία του γεγονότος ότι δεν γνώριζαν όλοι ανάγνωση, ή δεν είχαν μαζί τους το βιβλίο των ψαλμών κλπ., αλλά και προκειμένου να μην γίνεται χασμωδία κατά την ώρα της ιεράς ακολουθίας, επικράτησε το σύστημα ένας να προεξάρχει (να κανοναρχεί) και να ακολουθούν οι λοιποί υποψάλλοντες.

Το λεγόμενο υποψάλλειν. Ο Εκκλησιαστικός Ιστορικός Ευσέβιος Καισαρίας μας λέγει χαρακτηριστικά : «Ενός μετά ρυθμού κοσμίως ψάλλοντος, οι λοιποί καθ΄ ησυχίαν ακροώμενοι των ύμνων ακροτελεύτια συνεξήχουσιν» (Εκκλ. Ιστορία Ευσέβιου, Β΄ 19).

Οι δε Αποστολικές διαταγές υπογράμμιζαν : «Έτερός τις τους του Δαβίδ ψαλλέτω ύμνους και ο λαός τα ακροστίχια υποψαλλέτω (Αποστολικές Διαταγές, Β΄ 57). Με το πέρασμα του χρόνου δημιουργήθηκαν οι χοροί των ιεροψαλτών, το λεγόμενο αντιφωνικό σύστημα.

Σύμφωνα με τον Εκκλησιαστικό Ιστορικό Σωκράτη, το σύστημα αυτό εισήχθηκε στην Εκκλησία από τον Ιγνάτιο Αντιοχείας : «… Ιγνάτιος Αντιοχείας της Συρίας τρίτος από του Αποστόλου Πέτρου επίσκοπος, ος και τοις αποστόλοις αυτοίς συνδιέτριψεν, οπτασίαν είδεν αγγέλων, δια των αντιφώνων ύμνων την Αγίαν Τριάδαν υμνούντων και τον τρόπον του οράματος της εν Αντιοχεία Εκκλησίας παρέδωκε.

Όθεν και εν πάσαις ταις εκκλησίαις αύτη η παράδοσις εδόθη» (Σωκράτη Εκκλ. Ιστορία, ΣΤ΄ 8).

Εξ αυτού συνάγεται ότι η αντιφωνία εισάγεται στην Εκκλησία κατόπιν υπερφυσικού οράματος αγγέλων, στις αρχές του Β΄ μ.Χ. αιώνα.

Κατ΄ άλλη εκδοχή του Ιστορικού Θεοδώρητου (μέσα του 5ου αιώνα), το σύστημα της αντιφωνίας εισήχθηκε στην Εκκλησία από τους μοναχούς Διόδωρο και Φλαβιανό : «ούτοι πρώτοι διχή διελόντες τους των ψαλλόντων χορούς, εκ διαδοχής άδειν την δαυϊτικήν εδίδαξαν μελωδίαν».

Στην Καισαρεία εισήχθηκε από τον Μέγα Βασίλειο (4ος αιών) όπως γνωρίζουμε από την 207 επιστολή του προς το κλήρο της Νεοκαισαρείας. Ενώ τον ίδιο αιώνα εισήχθηκε από τον Αμβρόσιο στα Μεδιόλανα (Vita Ambrosii, 13).

Επιπλέον και ο ιερός Αυγουστίνος στο έργο του Εξομολογήσεις, αναφέρει ότι το έθιμο αυτό προήλθε από την Ανατολή (IX 7 – Εξομολογήσεις, Ιερού Αυγουστίνου).

Έως την παγίωση του αντιφωνικού συστήματος, η θέση των ψαλτών ήταν στον άμβωνα στο κέντρο του ναού («περί του, μη δειν πλέον των κανονικών ψαλτών των επί τον Άμβωνα αναβαινόντων, και από διφθέρας ψαλλόντων, ετέρους τινά ψάλλειν εν εκκλησία), όπως μας πληροφορεί ο 15ος κανών της εν Λαοδικεία τοπικής Συνόδου (364 μ.Χ.).

Η απομάκρυνση του άμβωνα από το κέντρο του ναού και η καθιέρωση της αντιφωνίας, συνέβαλαν ώστε να δημιουργηθούν οι χοροί των ιεροψαλτών στα δεξιά και τα αριστερά του ναού. Τα αναλόγια αντικατέστησαν τον άμβωνα.

Η θέση των ιεροψαλτών παγιώθηκε στην Εκκλησία αφενός για να μην εισαχθούν αιρετικές κακοδοξίες στην ψαλμωδία (οι Αρειανοί διέδιδαν με ψαλμούς την αίρεσή τους) και αφετέρου επειδή η ψαλμωδία απαιτούσε ειδική κατάρτιση.

Το χορό των ιεροψαλτών κατεύθυνε ο πρωτοψάλτης με τη χειρονομία (κινήσεις του δεξιού χεριού που έδειχναν την έναρξη ή την παύση ή τον τρόπο εκτέλεσης του μέλους), η οποία ήταν σε χρήση έως και τα μέσα του 17ου αιώνα.

Στο σημείο τούτο πρέπει να σημειωθεί το γεγονός ότι ο ιεροψάλτης (μαζί με τους : Υποδιάκονο και Αναγνώστη) ανήκει στον κατώτερο κλήρο και λάμβαναν το αξίωμα δια της χειροθεσίας.

Κατά συνέπεια βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του πρέπει να είναι η βαθιά πίστη του προς τον Θεό, η μεγάλη του αγάπη προς την Εκκλησία, η μελέτη του λόγου του Θεού, η συνειδητή συμμετοχή του στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας.

Όλα αυτά συντελούν στο να περιφρουρήσει και να εκπληρώσει την πρώτη ιδιότητά του, το ότι ανήκει δηλαδή στο κατώτερο κλήρο. Κατά συνέπεια αρμόζει ο βίος του να είναι ανάλογος της διακονίας και του υψηλού λειτουργήματος και αποστολής του.

Υπάρχουν πολλοί κανόνες στο Πηδάλιο, οι οποίοι ρυθμίζουν ζητήματα ηθικής συμπεριφοράς και φύσεως και αφορούν τους ιεροψάλτες όπως επί παραδείγματι : Ο 25ος Αποστολικός Κανών, λέγει ότι θεωρείται ανάξιος της τιμής να είναι Κληρικός – ούτε Κατώτερος ο «επί πορνεία ή επορκία ή κλοπή αλούς».

Ως ποινή σε όσους έπραξαν αυτά ορίζει την έκπτωσιν από του αξιώματος του Κληρικού. Και ως μόνη επιείκεια αναφέρει, να μή εξωεκκλησιάζονται, και αφορίζωνται δια να μή είναι διπλή η τιμωρία των. «Λέγει γαρ η Γραφή: ούκ εκδικήσεις δις επί τω αυτώ».

Για να είναι δε σαφές ότι στη διάταξη αυτή δεν περιλαμβάνονται μόνον οι ανώτεροι Κληρικοί (Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος) ο Κανών ρητώς επιλέγει: «ωσαύτως και οι λοιποί Κληρικοί» οι κατώτεροι δηλαδή, εν οίς, εκ των πρώτων είναι και οι Ψάλται.

Ο 54ος Αποστολικός Κανών, εξάλλου, αξιοί παρά παντός Κληρικού, Ανωτέρου και Κατωτέρου να μή συχνάζει σε ύποπτα κέντρα, «εν καπηλείω», και εις άλλα παρόμοια, διότι ταύτα δεν αποτελούν περιβάλλον κατάλληλον δι άνθρωπον υπηρετούντα τον Θεόν και την Εκκλησίαν.

Ο 24ος της εν Λαοδικεία Συνόδου «οὐ δεῖ ἱερα τικούς ἀπό πρεσβυτέρων ἕως… ψαλτῶν… εἰς καπηλεῖον εἰδιέναι».

Ο 43ος κανών των Αγίων Αποστόλων ορίζει τα ακόλουθα : «…Ψάλτης τα όμοια ποιών (κύβοις σχολάζων και μέθαις) ή παυσάσθω ή αφοριζέσθω», ο δε 69ος λέγει : «Ει τις …Ψάλτης την Αγίαν Τεσσαρακοστήν ού νηστεύει, ή Τετράδα ή Παρασκευήν», ορίζει ίνα εκπίπτει του κληρικού αυτού αξιώματος (υπάρχουν και άλλοι κανόνες που ορίζουν τις σχέσεις μεταξύ των βαθμών της ιεροσύνης όπως και άλλα ζητήματα, εξίσου σημαντικά, όπως επί παραδείγματι τη συμπεριφορά έναντι των αρχόντων, τα οποία δεν θα αναφέρουμε σε τούτη τη μελέτη, συνεπεία της έλλειψης χώρου).

Καθίσταται ευνόητο σε όλους από κάθε άποψη ότι ο κατέχων την θέση του Ιεροψάλτου πρέπει να διάγει βίο εν Χριστώ, συντελώντας με την ηθική συμπεριφορά του ούτως ώστε να προάγεται πνευματικά η ενορία και να γίνεται παράδειγμα προς δόξαν Θεού.

Άφησα τελευταία τα φυσικά και τα γραμματικά προσόντα, καθότι θεωρώ ότι η κατοχή τους ελλείψει ηθικών προσόντων και βαθιάς πίστεως στον Θεό, είναι δώρον άδωρον.

Η καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας είναι μια εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση προκειμένου ο Ιεροψάλτης να έχει τη δυνατότητα να σταθεί ικανοποιητικά στο αναλόγιο και να αποδώσει ορθά τα αναγνώσματα και τους ψαλμούς.

Δυστυχώς πολλές φορές παρατηρούνται φαινόμενα ιεροψαλτών να «παραμορφώνουν» και να «κακοποιούν» γλωσσικά τα ιερά κείμενα.

Προς τούτο μπορεί να συμβάλλει ικανοποιητικά η ανάγνωση και η προετοιμασία ούτως ώστε να αποφεύγονται τα κραυγαλέα αλλά και τα μικρότερα λάθη κατά την ανάγνωση κειμένων, ειδικά αυτών της Παλαιάς Διαθήκης κατά τις Ιερές Ακολουθίες των Μεγάλων Ωρών, αλλά και τους Εσπερινούς.

Η δε καλή γνώση της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας, χωρίς αμφιβολία συντελεί όχι μόνον στην καλύτερη ανάγνωση, αλλά και στη κατανόηση των αναγιγνωσκόμενων και κατά συνέπεια στην καλύτερη μουσική τους απόδοση.

Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι οι ύμνοι και τα αναγνώσματα είναι προσευχή προς τον Παντοδύναμο και Πολυεύσπλαχνο Θεό, οπότε είναι καλό να γνωρίζουμε τα υψηλά νοήματα που αποδίδουμε μουσικά.

Τέλος τα φυσικά προσόντα και η γνώση της Βυζαντινής Μουσικής, συμπληρώνουν τα προσόντα των διακόνων του Αναλογίου. Η έλλειψη κατάλληλης φωνής αυτόματα όπως αντιλαμβάνεστε δυσχεραίνει τα πράγματα και αποκλείει την ορθή απόδοση του μέλους.

Η καλλιφωνία και η συνακόλουθη άρτια μουσική κατάρτιση, αποτελούν σημαντικό βήμα ούτως ώστε κάποιος να διακονήσει στο ιερό αναλόγιο.

Γνωρίζουμε ήδη ότι στα τέλη του 4ου αιώνα επί του Μεγάλου Θεοδοσίου του Αυτοκράτορα, υπήρχε σχολή στην Κωνσταντινούπολη όπου διδάσκονταν η Εκκλησιαστική Μουσική.

Η έλλειψη γνώσης της Βυζαντινής Μουσικής, αποτελεί σοβαρό μειονέκτημα χωρίς να αποτελεί αιτία να μην μπορεί κάποιος να αναλάβει το αξίωμα του Ιεροψάλτη, αφού υπάρχουν και οι πρακτικοί.

Αναμφίβολα όμως απαιτείται πολύ καλή γνώση της Βυζαντινής Μουσικής, η οποία με ορθή χρήση και απόδοση οδηγεί σε κατάνυξη τους χριστιανούς.

Ακολούθως, η μαθητεία κοντά σε παλαιούς Ιεροψάλτες, συμπληρώνει τα κενά που υπάρχουν και βοηθά στην εκμάθηση του Τυπικού της Εκκλησίας, χωρίς την ακριβή γνώση του οποίου είναι αδύνατη η επιτυχής επιτέλεση του λειτουργήματος του Ιεροψάλτη.

Εδώ πρέπει να τονιστεί με έμφαση αυτό που ορίζει ο 75ος κανών της 6ης Οικουμενικής Συνόδου : «Τούς ἐπί τῷ ψάλλειν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις παραγινομένους, βουλόμεθα μήτε βοαῖς ἀτάκτοις κεχρῆσθαι καί τήν φύσιν πρός κραυγήν ἐκβιάζεσθαι, μήτε τι ἐπιλέγειν τῶν μή τῇ ἐκκλησίᾳ ἁρμοδίων τε καί οἰκείων. Ἀλλά μετά πολλῆς προσοχῆς καί κατανύξεως τάς ψαλμωδίας προσάγειν τῷ τῶν κρυπτῶν ἐφόρῳ Θεῷ. Εὐλαβεῖς γάρ ἔσεσθαι τούς υἱούς Ἰσραήλ τό ἱερόν ἐδίδαξε λόγιον».

Πηγή : Εφημερίδα – Hellas News

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ