«Τοῦ Ἀδάμ ἡ ἀνάπλασις καί τῆς Εὔας ἡ ἀνάκλησις· τῆς ἀφθαρσίας ἡ πηγή καί τῆς φθορᾶς ἀπαλλαγή, δι᾽ ἧς ἡμεῖς ἐθεώθημεν καί τοῦ θανάτου ἐλυτρώθημεν…»
Λίγες ἡμέρες μετά τήν ἔναρξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, στίς 8 Σεπτεμβρίου, ἡ Ἐκκλησία μας πανηγυρίζει «τό Γενέθλιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας», για να ακολουθήσει αμέσως μετά, όπως άλλωστε συνηθίζετε στο εκκλησιαστικό τυπικό, η εορτή των γονέων της με την Σύναξη των Αγίων Θεοπατόρων, του Ιωακείμ και της Άννας, οι οποίοι είναι και οι προστάτες της ομώνυμης Ενορίας μας, που βρίσκεται στους Ανθόκηπους της Νέας Ευκαρπίας, αλλά είναι και οι προστάτες των άτεκνων ζευγαριών.
Γιά τό γεγονός της Γεννήσεως της Παναγίας τά ἱερά Εὐαγγέλια σιγοῦν. Ἡ ἴδια ἄλλωστε σιγή ἁπλώνεται γύρω ἀπό τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς τῆς Θεοτόκου.
Ἐλάχιστα εἶναι τά λόγια της πού διασώθησαν. Ἀρκεῖ νά σημειωθεῖ πώς ἡ προτροπή της στούς ὑπηρέτες στό θαῦμα πού ἔγινε ἀπό τόν Χριστό στήν Κανά τῆς Γαλιλαίας, «ὅ,τι ἄν λέγῃ (ὁ Χριστός) ὑμῖν, ποιήσατε» (Ἰωάν. 2,5), εἶναι τά τελευταῖα της λόγια πού ἀναφέρουν τά Εὐαγγέλια.
Ἀπό τότε (τό θαῦμα ἔγινε στίς ἀρχές τοῦ πρώτου ἔτους τῆς δημόσιας δράσης τοῦ Κυρίου) καί στό ἑξῆς ἡ Θεοτόκος παρακολούθησε σιωπηλή τή δράση τοῦ Υἱοῦ της καί τό ἴδιο ἀμίλητη ἔπνιξε τόν πόνο της κάτω ἀπό τό σταυρό Του.
Τά κενά τῶν Εὐαγγελίων γιά τό βίο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου συμπληρώνουν οἱ ἀπόκρυφες διηγήσεις. Αὐτές, γραμμένες ἀπό εὐσεβεῖς συγγραφεῖς καί πλουτισμένες ἀπό τή φαντασία τους, μᾶς δίνουν πληροφορίες γιά τή γέννησή της, την ζωή της με τους γονείς της Ιωακείμ και Άννα, τήν παιδική της ἡλικία, τήν Κοίμησή της.
Ἡ Ἐκκλησία πῆρε ἀπό τά κείμενα αὐτά τίς παραδόσεις πού ἐκείνη θεώρησε ἀληθινές καί τίς διαφύλαξε στίς ἑορτές, τούς ὕμνους, τίς εἰκόνες πού καθιερώθηκαν καί ἔγιναν μέ τό ὑλικό τους.
Μία ἀπό τίς ἀπόκρυφες διηγήσεις εἶναι τό Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου, πού διηγεῖται, μεταξύ ἄλλων, καί τά σχετικά μέ τή Γέννηση τῆς Θεομήτορος. Ἀπ’ αὐτό μαθαίνουμε τά ὀνόματα τῶν γονέων της πού εἶναι Ἰωακείμ καί Ἄννα, τήν ἀτεκνία τους, τήν καταγωγή τοῦ Ἰωακείμ ἀπό τό βασιλικό γένος τοῦ Δαβίδ κ.ἄ.
Ἐδῶ διαβάζουμε γιά τή θλίψη καί τά δάκρυα τοῦ ἀνδρόγυνου γιά τήν ἀτεκνία τους, καθώς καί τίς προσευχές καί τίς νηστεῖες τους γιά νά ἀποκτήσουν παιδί.
Ἐκτός ἀπό τό Πρωτευαγγέλιο, ἕνα ἄλλο ἀπόκρυφο Εὐαγγέλιο, τό λεγόμενο τοῦ Ψευδο-Ματθαίου, πού συμφωνεῖ βασικά μέ τό Πρωτευαγγέλιο, μιλᾶ γιά τή γέννηση τῆς Θεοτόκου.
Γιά νά καταλάβουμε αὐτά πού εἰκονίζονται στήν παράσταση τῆς γέννησης τῆς Θεοτόκου, πρέπει νά παραθέσουμε μερικά ἀποσπάσματα ἀπό τή διήγηση τοῦ Ἰακώβου:
«Καί ἰδού ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη λέγων αὐτῇ· Ἄννα Ἄννα, ἐπήκουσε Κύριος τῆς δεήσεώς σου, καί συλλήψει καί γεννήσεις, καί λαληθήσεται τό σπέρμα σου ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ… Καί ἰδού ἦλθον ἄγγελοι δύο λέγοντες αὐτῇ· Ἰδού Ἰωακείμ ὁ ἀνήρ σου ἔρχεται μετά τῶν ποιμνίων αὐτοῦ. Ἄγγελος γάρ Κυρίου κατέβη πρός αὐτόν λέγων· Ἰωακείμ Ἰωακείμ, ἐπήκουσε Κύριος ὁ Θεός τῆς δεήσεώς σου· κατάβηθι ἐντεῦθεν· ἰδού γάρ ἡ γυνή σου Ἄννα ἐν γαστρί λήψεται…
Καί ἰδού Ἰωακείμ ἧκε (=ἦρθε) μετά τῶν ποιμνίων αὐτοῦ, καί ἔστη Ἄννα πρός τήν πύλην καί εἶδε τόν Ἰωακείμ ἐρχόμενον, καί δραμοῦσα ἐκρεμάσθη εἰς τόν τράχηλον αὐτοῦ…
Ἐπληρώθησαν δέ οἱ μῆνες αὐτῆς· ἐν δέ τῷ ἐνάτῳ μηνί ἐγέννησεν Ἄννα. Καί εἶπεν τῇ μαίᾳ· Τί ἐγέννησα; Ἡ δέ εἶπεν· Θῆλυ· Καί εἶπεν Ἄννα· Ἐμεγαλύνθη ἡ ψυχή μου ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ· καί ἀνέκλινεν αὐτήν. Πληρωθεισῶν δέ τῶν ἡμερῶν ἀπεσμήξατο Ἄννα, καί ἔδωκεν μασθόν τῷ παιδί, καί ἐπωνόμασε τό ὄνομα αὐτῆς Μαριάμ» (4,1-5,2).
Ὅπως βλέπουμε στήν παραπάνω διήγηση, ἡ γέννηση τῆς Παναγίας ἀναγγέλλεται ἀπό τόν ἄγγελο ὕστερα ἀπό πολύχρονη ἀτεκνία τῶν γονέων της. Ἄγγελος γνωστοποιεῖ τή γέννηση καί ἄλλων βιβλικῶν προσώπων: τοῦ Σαμψών, τοῦ Σαμουήλ, τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου.
Ἡ γέννηση ὅμως τῆς Παναγίας διαφέρει, διότι εἶναι «τοῦ Ἀδάμ ἡ ἀνάπλασις καί τῆς Εὔας ἡ ἀνάκλησις· τῆς ἀφθαρσίας ἡ πηγή καί τῆς φθορᾶς ἀπαλλαγή, δι᾽ ἧς ἡμεῖς ἐθεώθημεν καί τοῦ θανάτου ἐλυτρώθημεν…» (Δοξαστικό τῆς λιτῆς).
Τή σύγκριση μεταξύ τῆς μητέρας τῆς Παναγίας καί ἄλλων ἄτεκνων γυναικῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς κάνει ὡραιότατα τό γ’ στιχηρό τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς (τοῦ πλ. β’ ἤχου):
«Εἰ καί θείῳ βουλήματι, περιφανεῖς στεῖραι γυναῖκες ἐβλάστησαν, ἀλλά πάντων ἡ Μαρία τῶν γεννηθέντων θεοπρεπῶς ὑπερέλαμψεν· ὅτι καί ἐξ ἀγόνου παραδόξως τεχθεῖσα μητρός, ἔτεκεν ἐν σαρκί τόν ἁπάντων Θεόν, ὑπέρ φύσιν ἐξ ἀσπόρου γαστρός…».
Ὅπως βλέπουμε σ’ ὅλα σχεδόν τά τροπάρια τῆς ἱερῆς ἀκολουθίας τοῦ Γενεθλίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι τονίζουν, παράλληλα μέ τή γέννησή της, καί τό ρόλο της ὡς Μητέρας τοῦ Θεοῦ.
Ἀκόμη, στή λύση τῆς στείρωσης τῆς Ἄννας διαβλέπουν κατά τή διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τή λύση τῆς στείρωσης τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἡ ὁποία θά ἀπολαύσει τούς καρπούς τῆς θείας χάριτος.
Ἡ χάρη αὐτή «καρπογονεῖν λαμπρῶς ἀπάρχεται» μέ τή γέννηση τῆς Θεοτόκου. Ὅπως τό λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «σήμερον ἀρχή σωτηρίας τῷ κόσμῳ». «Ἐν σοί τῆς φθορᾶς ἐλυτρώθημεν». Γι’ αὐτό «χαράν μηνύει, ἡ γέννησίς σου, πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ» , ὅπως λένε οἱ ὑμνογράφοι τῆς ἑορτῆς στή Θεοτόκο.
Η Περιγραφή τῆς εἰκόνας της Γεννήσεωςτης Θεοτόκου.
Ὁ βυζαντινός ἁγιογράφος τῆς εἰκόνας τῆς γέννησης τῆς Θεοτόκου γιά τήν ἔνταξη τῶν σχετικῶν σκηνῶν ἀκολουθεῖ τό ἀπόκρυφο Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου. Σκοπός του εἶναι νά ὑπογραμμίσει τή θαυματουργική γέννηση τῆς Θεοτόκου.
Ταυτόχρονα ὅμως μένει πιστός στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας του, ὅπως τή βλέπουμε στά τροπάρια τῆς ἑορτῆς. Γι’ αὐτό, ἐνῶ εἰκονίζει τή Θεοτόκο μέσα σέ λίκνο (κούνια), ὡς βρέφος σπαργανωμένο, δέν παραλείπει νά γράψει πάνω ἀπό τό κεφάλι της τά συνηθισμένα συμπιλήματα ΜΡ-ΘΥ (Μήτηρ Θεοῦ).
Σ’ ὅλα σχεδόν τά τροπάρια τόσο τῆς ἑορτῆς τῆς γέννησης τῆς Θεοτόκου, ὅσο καί τῆς συλλήψεως τῆς ἁγίας Ἄννας (9 Δεκεμβρίου), τονίζεται πώς ἡ παιδίσκη πού γεννήθηκε ἤ συνελήφθη εἶναι Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Στήν εἰκόνα δεσπόζει ἡ μορφή τῆς ἁγίας Ἄννας, πού εἰκονίζεται μισοκαθισμένη στό κρεβάτι. Μέ τό ἀριστερό της χέρι, πού μόλις βγαίνει ἀπό τό ὁλοκόκκινο μαφόριό της, στηρίζει τό γερμένο κεφάλι της.
Εἶναι βυθισμένη σέ εὐσεβεῖς σκέψεις λόγω τοῦ παραδόξου θαύματος. Τό βλέπουμε στήν ἔκφραση τοῦ προσώπου της.
Στή μέση τῆς εἰκόνας εἰκονίζονται οἱ δοῦλες, οἱ «παιδίσκες», καθώς καί οἱ ἐπισκέπτριες πού σπεύδουν νά δώσουν φαγητό στή λεχώνα καί νά τήν περιποιηθοῦν. Ἡ μεσαία ἴσως νά ’ναι ἡ Ἰουδίθ, τῆς ὁποίας τό ὄνομα ἀναφέρει τό Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου. Μία ἀπό τίς δοῦλες κάνει ἀέρα μέ ριπίδιο στήν Ἄννα.
Ἡ σκηνή στό ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας εἶναι ἐμπνευσμένη ἀπό τή συνάντηση τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννας ὕστερα ἀπό τήν εἴδηση πού ἔφερε ὁ ἄγγελος ὅτι θά ἀποκτήσουν παιδί. Οἱ δύο εὐτυχισμένοι γονεῖς ἀγκαλιάζονται καί ἀσπάζονται στήν πύλη τοῦ σπιτιοῦ τους (ἤ κατά τόν Ψευδο-Ματθαῖο στή Χρυσή πύλη τῆς πόλης).
Ἡ ἁγία Ἄννα λέει στόν ἄνδρα της κατά τό Πρωτευαγγέλιο: «Νῦν οἶδα ὅτι Κύριος ὁ Θεός εὐλόγησέ με σφόδρα…».
Στό δεξιό μέρος τῆς εἰκόνας εἰκονίζεται ὁ Ἰωακείμ σέ στάση προσευχῆς. Σ’ αὐτή τήν ἱερή στιγμή τόν βρῆκε ὁ ἄγγελος πού τοῦ μετέφερε τή χαρμόσυνη εἴδηση.
Ὁ Ἰωακείμ βρίσκεται ἀπέναντι ἀπό τήν Ἄννα, ἔχει στραμμένο τό βλέμμα του σ’ αὐτή καί συνομιλεῖ μαζί της. Κοντά στή νεογέννητη Παναγία κάθεται μιά παιδίσκη πού γνέθει.
Σ’ αὐτή τήν παράσταση κυριαρχεῖ ὁ τόνος τῆς χαρᾶς. Τά χρώματα τῶν ἐνδυμάτων εἶναι ζωηρά, ζεστά, ἔντονα. Τά πρόσωπα φωτεινά, ἐκφραστικά, ὅπως ἄλλωστε ταιριάζει στήν περίσταση: ἕνα παιδί γεννιέται ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια ἀναμονῆς.
Κλείνουμε τήν ἀνάλυση τῆς εἰκόνας «ἡ Γέννηση τῆς Θεοτόκου» μ’ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό ἐγκώμιο τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ (Εἰς τό Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, 1,5):
«Ὦ ζεῦγος λογικῶν τρυγόνων Ἰωακείμ καί Ἄννα τό σωφρονέστατον. Ὑμεῖς τόν τῆς φύσεως νόμον, τήν σωφροσύνην, τηρήσαντες τῶν ὑπέρ φύσιν κατηξιώθητε· τετόκατε (=ἔχετε γεννήσει) γάρ τῷ κόσμῳ Θεοῦ μητέρα ἀπείρανδρον. Ὑμεῖς εὐσεβῶς καί ὁσίως ἐν ἀνθρωπίνῃ φύσει πολιτευσάμενοι, ὑπέρ ἀγγέλους καί τῶν ἀγγέλων δεσπόζουσαν νῦν θυγατέρα τετόκατε. Ὦ θυγάτριον ὡραιότατον καί γλυκύτατον· ὦ κρίνον ἀναμέσον τῶν ἀκανθῶν ἐκφυέν ἐξ εὐγενεστάτης καί βασιλικωτάτης ρίζης δαβιτικῆς… Ὦ ρόδον ἐξ ἀκανθῶν τῶν Ἰουδαίων φυέν καί εὐωδίας θείας πληρῶσαν τά σύμπαντα. Ὦ θύγατερ Ἀδάμ καί μήτηρ Θεοῦ. Μακαρία ἡ ὀσφύς καί ἡ γαστήρ ἐξ ὧν ἀνεβλάστησας· μακάριαι αἱ ἀγκάλαι αἵ σε ἐβάστασαν καί χείλη τά τῶν ἁγνῶν φιλημάτων σου ἀπολαύσαντα, μόνα τά γονικά, ἵνα ᾖς ἐν πᾶσιν ἀειπαρθενεύουσα»