Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τὸ σπουδαιότερο καὶ τὸ συγκλονιστικότερο γεγονὸς τῆς παγκόσμιας ἱστορίας, ὅπως ἀναφέρουν οἱ στίχοι τοῦ συναξαρίου τοῦ Ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων: «Θεὸς τὸ τεχθέν, ἡ δὲ Μήτηρ Παρθένος. Τί μεῖζον ἄλλο καινὸν εἶδεν ἡ κτίσις;». Εἶναι τὸ γεγονὸς ἐκεῖνο, ποὺ χώρισε τὴν ἱστορία στὰ δύο (πρὸ Χριστοῦ καὶ μετὰ Χριστόν).

Τὸ γεγονὸς αὐτό, τῆς σάρκωσης δηλαδὴ τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, πυροδότησε τὶς ἐντονότερες καὶ πιὸ μακροχρόνιες θεολογικὲς διαμάχες.

Ἔτσι οἱ κατὰ καιροὺς διάφοροι αἱρεσιάρχες ὑποστήριζαν ἄλλοι ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι κανονικὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὄχι Θεὸς καὶ ἄλλοι ὅτι εἶναι τέλειος Θεός, ἀλλὰ ὄχι τέλειος ἄνθρωπος. Ἀκόμη καὶ οἱ εἰκονομάχοι εἶχαν σὰν ἀφετηρία τῶν πλανεμένων ἀπόψεών τους τὴν ἀπεικόνιση τοῦ Χριστοῦ.

Ὑποστήριζαν ὅτι ἀποτελοῦσε βλασφημία τὸ νὰ ζωγραφίζεται ὁ Θεὸς (Χριστός). Ἀρνοῦνταν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου.

Καὶ ὅμως, ἐφ’ ὅσον ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος μὲ τὰ δικά του ἀνθρώπινα χαρακτηριστικά, μποροῦσε καὶ νὰ περιγραφεῖ.

Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἀπάντησε ἀποτελεσματικὰ σὲ ὅλες τὶς κατὰ καιροὺς αἱρετικὲς κακοδοξίες ἀναφορικὰ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας στὶς ἑκάστοτε αἱρετικὲς δοξασίες δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς διάθεσης γιὰ φιλοσοφήματα καὶ θεωρητικὴ ἐνασχόληση μὲ τὴ θεολογία.

Ἡ κίνηση αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶχε πάντοτε ἀφετηρία τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ αἱρέσεις παραπέμπουν σὲ λανθασμένη σωτηριολογία. Ὅταν, γιὰ παράδειγμα, ὁ Ἄρειος ἰσχυριζόταν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι κτίσμα καὶ ὄχι Θεός, ἀμέσως καθιστοῦσε τὴ σωτηρία ἀνέφικτη. Ἂν ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο.

Ἀργότερα, ὁ Ἀπολλινάριος διατύπωσε τὴν ἄποψη ὅτι ὁ Χριστός, Θεὸς ὧν, ἔλαβε πλήρως τὴν ἀνθρώπινη σάρκα ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ, στὴ θέση τοῦ ὁποίου ἐγκαταστάθηκε ὁ Θεὸς Λόγος. Αὐτὸ καὶ πάλιν ἀκύρωνε τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, γιατί θὰ σήμαινε ὅτι ὁ Χριστὸς θεραπεύει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ὄχι τὸν ἀνθρώπινο νοῦ.

Πολὺ εὔστοχα διακήρυξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅτι: «τὸ ἀπρόσληπτον, ἀθεράπευτον, ὃ δὲ ἤνωται τῷ Θεῷ, τοῦτο καὶ σώζεται». Δηλαδή, ὅτι δὲν προσέλαβε ὁ Χριστὸς αὐτὸ δὲν θεραπεύεται, ὅ,τι ἑνώθηκε μαζί Του, αὐτὸ καὶ σώζεται.

Γι’ αὐτὸ σταθερὰ καὶ ἀμετάκλητα ἡ Ἐκκλησία διακηρύττει ὅτι στὸ ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκαν ἀτρέπτως καὶ ἀσυγχύτως οἱ δύο φύσεις Του, ἡ θεϊκὴ καὶ ἡ ἀνθρώπινη. Ὁ ἄσαρκος Λόγος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γίνεται ἔνσαρκος Λόγος στὴν Καινὴ Διαθήκη μὲ τὴν ἐκ Παρθένου γέννησή Του, κατὰ πάντα ὅμοιος μὲ ἐμᾶς πλὴν ἁμαρτίας.

Ἂς δοῦμε, ὅμως, πῶς ἀποτυπώνονται ὅλα αὐτὰ στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὑπάρχουν στὰ ἐκκλησιαστικά μας βιβλία ἑκατοντάδες τροπάρια, ποὺ ἀποδίδουν μὲ ἐξαίρετο ποιητικὸ τρόπο τὰ δόγματα τῆς πίστεώς μας.

Στὸ δογματικὸ Θεοτοκίο τοῦ Γ΄ ἤχου ψάλλουμε ὅτι ἡ Θεοτόκος γέννησε «ἀπάτορα Υἱὸν ἐν σαρκί», δηλαδή, Υἱὸ ποὺ ἀπὸ πλευρᾶς τῆς ἀνθρωπίνης του φύσης δὲν εἶχε πατέρα. (Ἂν ὁ Χριστὸς προερχόταν ἀπὸ σαρκικὴ σχέση ἀνδρὸς – γυναικός, θὰ ἔφερε καὶ τὶς συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ποὺ εἶναι ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος, ὁπότε δὲν θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήσει τὸ ἀνθρώπινο γένος).

Ψάλλουμε ἐπίσης ὅτι ὁ Υἱὸς αὐτὸς γεννήθηκε πρὸ αἰώνων ἀπὸ τὸν Πατέρα, «ἀμήτωρ». Δηλαδὴ σὲ ὅτι ἀφορᾶ τὴ θεϊκὴ φύση τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπάρχει μητέρα. Βεβαίως, ὅταν λέμε ὅτι ὁ Πατέρας γεννᾶ τὸν Υἱό, αὐτὸ δὲν παραπέμπει σὲ διαδικασία τοκετοῦ σύμφωνα μὲ τὰ ἀνθρώπινα πρότυπα, ἀλλὰ στὴ σχέση Πατέρα Υἱοῦ καὶ στὶς ἰδιαίτερες ἰδιότητες τοῦ κάθε προσώπου, αὐτὲς ποὺ ὀνομάζουμε ὑποστατικὰ ἰδιώματα, (ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος, ὁ Υἱὸς γεννητὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορευτόν.)

Ἄλλωστε ὁ Υἱὸς γεννᾶται «πρὸ αἰώνων», δηλαδὴ πάντοτε ὑπῆρχε μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, προτοῦ δημιουργηθεῖ ὁ κόσμος καὶ κατὰ συνέπεια δὲν ὑπῆρχε χρόνος. Ἔτσι καταρρίπτεται καὶ τὸ ἐπιχείρημα τοῦ Ἀρείου ὅτι ὑπῆρξε χρονικὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὑπῆρχε ὁ Πατέρας καὶ δὲν ὑπῆρχε ὁ Υἱός.

Τὸ ὡραιότατο δοξαστικό τῆς λιτῆς, τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς, ποὺ ἀποδίδεται στὸν Ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης, μᾶς καλεῖ νὰ ἐρευνοῦμε τὶς Γραφές, ὅπως μᾶς προτρέπει καὶ ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας μας, μέσα ἀπὸ τὰ εὐαγγέλια. Ἐκεῖ μέσα θὰ Τὸν συναντήσουμε νὰ γεννᾶται, νὰ σπαργανώνεται, νὰ γαλακτοτροφεῖται, νὰ δέχεται περιτομὴ καὶ νὰ βαστάζεται ἀπὸ τὸν Συμεών.

Θὰ κατανοήσουμε ἔτσι ὅτι πραγματικὰ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὄχι κατὰ φαντασία, ἢ μὲ κάποιο τρόπο ποὺ νὰ νομίζεται ἄνθρωπος, ἐνῶ τάχα δὲν ἦταν, ὅπως κάποιοι αἱρετικοὶ ὑποστήριζαν. Ἐμεῖς, λοιπόν, ὡς τέκνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δηλαδὴ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀναφωνοῦμε πρὸς Αὐτόν: «προσκυνοῦμεν σου τὴν Γένναν Χριστέ», «διὸ σοὶ προσφέρομεν καὶ ἠμεῖς… ὀρθοδόξου πλουτισμὸν θεολογίας, τῷ Θεῷ καὶ Σωτήρι τῶν ψυχῶν ἠμῶν.»

Τοῦ Πρωτ. Θεοχάρη Θεοχάρους
Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου Ἱ. Μ. Λεμεσοῦ
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικό Παράκληση.
Διμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ, τεῦχος 64)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ