Είπε Γερόντισσα…

Χθες τελειώσαμε την προσευχή στο παρεκκλήσιο και με δυσκολία λόγω του πυκνού χιονιού γυρίσαμε στον χώρο που έχουμε θέρμανση περιμένοντας το δείπνο.

Η Γερόντισσα κάθισε κοντά στο παράθυρο σιωπηλή με το κομποσχοίνι της να γυρίζει αργά στο χέρι και κοιτούσε έξω. Γερόντισσα, ευλογείτε θα θέλατε κάτι, την ρωτήσαμε. Δεν απάντησε, μόνο μας έγνεψε πως όχι. Ήταν σκεπτική, αλλά απόλυτα ήρεμη.

Ήταν φανερό ότι προσευχόταν. Εδώ και μέρες είναι έτσι. Γερόντισσα ευλογείτε, την ξαναρωτήσαμε βλέπετε κάτι έξω που σας ανησυχεί; Βλέπω το σκοτάδι που έρχεται και σιγά σιγά καλύπτει τα πάντα, μας απάντησε.

Προσευχηθείτε! Το σκοτάδι μας κυκλώνει και γίνεται όλο και πιο πυκνό όσο πλησιάζουν οι μέρες. Δεν ανησυχώ καθόλου όμως παιδιά μου γι’ αυτό γιατί ξέρω ότι πάλι το ελεός Του θα φέρει το ξημέρωμα, το φως και την ευλογία της ημέρας. Για όλα Εκείνος μεριμνά.

Όμως η καρδιά μου συνεχίζει να πονάει. Γιατί Γερόντισσα, πείτε μας τι σας στενοχωρεί της είπαμε ανήσυχες. Μήπως κάναμε κάτι. Πείτε μας για να το διορθώσουμε.

Γύρισε προς το μέρος μας και με απλότητα μας απάντησε:

Στο μυαλό μου έρχεται η εικόνα της στιγμής του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου που ο Ιούδας λαμβάνει το ψωμί από το χέρι του Κυρίου και βγαίνει έξω για να τον προδώσει. Αυτή η εικόνα με βασανίζει.

Τι λέγει ο Ευαγγελιστής κλείνοντας την διήγηση του γεγονότος: «εὐθέως ἐξῆλθεν· ἦν δὲ νύξ», ήταν νύχτα, σκοτάδι, όπως τώρα, όπως συνήθως γίνεται σε όλες τις σοβαρές αποφάσεις.

Τις λαμβάνουν νύχτα γιατί φοβούνται το φως! Αυτό με βασανίζει παιδιά μου, τους βλέπω που ετοιμάζονται να βγουν έξω για να βυθιστούν στο βαθύ σκοτάδι της προδοσίας αδιαφορώντας για το ξημέρωμα της Χάριτος και πονάει η ψυχή μου γι’ αυτούς! Ας τους ελεήσει Θεός, ας ελεήσει όλους μας!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ