Ήταν τών Αγίων Αποστόλων πού ήρθε ό παπα-Εφραίμ από Κατουνάκια νά λειτουργήση. Και μού έδωσε εντολή ό Γέροντας Ιωσήφ νά μαγειρέψω καλό φαγάκι, επειδή ό παπά-Εφραίμ ήταν πολύ φιλάσθενος .
Έσπευσα στήν υπακοή και εκεί πού μαγείρευα, ό Γέροντας στεκόταν πάνω από τό κεφάλι μου και έλεγε:
– Δεν ξέρεις νά μαγειρεύης τρομάρα να σού ’ρθη. Έτσι μαγειρεύει ό κόσμος και θές να το φάη κι ό παπάς;
– Άντε, ζαβέ, φέρ’ το γρήγορα!
Πήγα το φαγάκι στον παπά.
– Φύγε από μπροστά μου! Να χαθείς, να μη σέ βλέπουν τα μάτια μου. Γκρεμοτσακίσου γρήγορα στο κελί σου!
– Να ’ναι ευλογημένο, είπα.
Πήρα τήν ευχή του Γέροντα και πήγα στο κελλάκι μου.
Έ! Μόλις πάτησα το πόδι μου ,ήρθε ή ευλογία τού Θεού με την ευχή του Γέροντα! Μόνο τα σωματικά μου μάτια δεν έβλεπαν τούς Αγίους Αποστόλους! Τόση Χάρις! Παράδεισος στην καρδιά μου! Ποτάμι τα δάκρυά μου!
Όχι γιατί με μάλωσε ό Γέροντας, αλλά επειδή δεν μπορούσα να συγκρατήσω την χαρά πού ένοιωθα από την παρουσία των Αγίων Αποστόλων.
Γέροντας Εφραίμ Φιλοθείτης +





















