Δ' Οικουμενικής Συνόδου. Κανόνες Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου.

 

Η Δ΄Οικουμενική Σύνοδος (451) αποτελεί μέγα θεολογικοδογματικό γεγονός της Εκκλησίας, διότι έθεσε το στέρεο και απαραβίαστο πλέον θεμέλιο της Χριστολογίας. Πρόκειται για επίτευγμα, το οποίο προετοίμαζαν αγωνιωδώς μείζονες και ελάσσονες θεολόγοι Πατέρες, τουλάχιστον επί ένα αιώνα.

 

 
 

Η ριζικότητα, όμως και η αυθεντικότητα της αλήθειας του δογματικού Όρου της Συνόδου προκάλεσαν τριγμούς και θλιβερές διασπάσεις του εκκλησιαστικού σώματος, όπως είχε συμβεί και με την Α΄Οικουμενική Σύνοδο (325), ένεκα της ριζικότητας ακριβώς που είχε η ομολογία της ομοουσιότητας του Υιού προς τον Θεό Πατέρα.

 
 

 

Η κύρια αιτία συγκλήσεως της Συνόδου διατυπώθηκε από τον καλό θεολόγο Διογένη Κυζίκου στην Δ΄συνεδρία της Συνόδου: «Η Σύνοδος διά Ευτυχέα εγένετο»(ACO II I 1, σ. 111). Πιο συγκεκριμένα όμως αιτίες της συγκλήσεως έγιναν η συνοδική δια του Διοσκόρου επικύρωση (449) των μονοφυσιτικών αποκλίσεων, αλλά και αναζωπύρηση νεστοριανικών τάσεων.

 
 

 

Στην Γ΄Οικουμενική Σύνοδο (431) καταδικάσθηκε ο Νεστόριος και επικυρώθηκε η Χριστολογία του αγίου Κυρίλου Αλεξανδρείας, αλλά οι Αντιοχειανοί τον υποψιάζονταν ως απολιναρίζοντα.

 
 

 

Ακολούθησε πυκνή ανταλλαγή απόψεων και αμοιβαίων διευκρινίσεων με αποτέλεσμα την περίφημη Έκθεσιν πίστεως των διαλλαγών (Πάσχα του 433), την οποίαν δέχθηκαν οι κεφαλές των δύο μεγάλων μερίδων, ο Κύριλλος Αλεξανδρέίας και ο Ιωάννης Αντιοχείας, τον οποίο στην προσπάθεια αυτή επικουρούσε άμεσα ο διστακτικότερος αλλά σπουδαίος θεολόγος Θεοδώρητος Κύρου.

 
 

 

Έτσι, για όλους, μάλιστα και για τους παραδοσιακούς Αντιοχειανούς, ο Νεστόριος ίσχυε ως αιρετικός.

 
 

 

Δυστυχώς και στις δύο πλευρές, των Αλεξανδρινών και των Αντιοχειανών, εμφανίστηκαν αυξανόμενες ακραίες τάσεις. Οι μεν θεωρούσαν την Έκθεσιν πίστεως του 433 ως νεστοριανίζον κείμενο και οι δε ως μονοφυσιτίζον. Την μονοφυσιτίζουσα τάση κορύφωσε ο μεγάλης επιρροής στην Κωνσταντινούπολη αρχιμανδρίτης Ευτυχής. Τότε ο Θεοδώρητος Κύρου έγραψε (447) το έργο Ερανιστής προς απόκρουση του μονοφυσιτισμού.

 
 

 

Επειδή όμως η εξάπλωση του ευτυχιανικού μονοφυσιτισμού ήταν μεγάλη, ο Φλαβιανός Κωνσταντινουπόλεως κάλεσε σύνοδο Ενδημούσα (Αύγουστο 448), η οποία καταδίκασε τον Ευτυχή, αλλά και τον Νεστόριο, και ομολόγησε «δύο φύσεις»μετά την ένωσή τους στον ένα Χριστό.

 
 

 

Ο Χρυσάφιος Τζουμάς, πανίσχυρος πλησίον του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄ και προστάτης του Ευτυχή, ανέλαβε την αποκατάσταση του τελευταίου με σύνοδο στην Έφεσο (Αύγουστο 449), που κλήθηκε ως Γενική και είχε πρόεδρο τον Διόσκουρο Αλεξανδρείας.

 
 

 

Εκεί καταδικάσθηκαν ως κατήγοροι του Ευτυχή και ως νεστοριανοί ο Φλαβιανός, ο Ευσέβιος Δορυλαίου, ο Θεοδώρητος Κύρου και άλλοι Αντιοχειανοί. Οι μονοφυσίτες και οι μονοφυσιτίζοντες επικράτησαν απόλυτα.

 
 

 

Ο Λέων Ρώμης διαμαρυρήθηκε, κήρυξε συνοδικά ως μη γενομένη την σύνοδο Εφέσου (449) και μάταια ζήτησε, με την υποστήριξη του αυτοκράτορα της Δύσεως, Γενική Σύνοδο στην Ιταλία. Ο Θεοδόσιος Β΄ αρνήθηκε την πρόταση.

 

 
 

Ο Λέων, άνδρας ισχυρός και θεληματικός, πληροφορημένος καλά για τα φιλομονοφυσιτικά γεγονότα από τους Φλαβιανό, Ευσέβιο Δορυλαίου και Θεοδώρητο (τους οποίους δικαίωσε), προσπάθησε να διαδώσει στην Δύση και στην Ανατολή την σπουδαία δογματική Επιστολή του 28 (Τόμος Λέοντα), ενώ στους πρώτους μήνες του 451 καταδίκασε τους πρωτεργάτες της συνόδου του 449, την οποία χαρακτήρισε ληστρική (latrocinium).

 

 
 

Τα εκκλησιαστικοδογματικά πράγματα σύντομα πήρανε άλλη τροπή. Ζητούσανε Γενική Σύνοδο, αλλά προηγήθηκε σύνοδος, Ενδημούσα (21 Σεπτεμβρίου), όπου αναγνωρίσθηκε η ορθοδοξία του Τόμου του Λέοντα και ανανεώθηκε η καταδίκη των Ευτυχή και Νεστορίου, προεδρεύοντος μάλιστα του Κωνσταντινουπόλεως Ανατολίου, αλεξανδρινού και εμπίστου άλλοτε του Διοσκόρου.

 

 
 

Δυστυχώς, οι εκατέρωθεν αμφισβητήσεις για το Χριστολογικό θέμα συνεχίζονταν, γι’αυτό κρίθηκε αναγκαία η σύγκληση νέας Γενικής Συνόδου, παρά τις, ένεκα των επιδρομών του Αττίλα στις περιοχές της Γαλατίας, αντιρρήσεις του Ρώμης.

 
 

 

Έτσι στις 23 Μαϊου του 451 ο Μαρκιανός με Επιστολή (sacra) συγκαλεί (εξ ονόματος και του Ουαλεριανού της Δύσεως) για την 1η Σεπτεμβρίου Σύνοδο στη Νίκαια. Στο γράμμα του ως αφορμή της Συνόδου ανέφερε «αμφιβολίας τινάς περί την ορθόδοξον θρησκείαν», ενώ ως σκοπό την απομάκρυνση όσων «διετάραξαν» την Εκκλησία και την διατύπωση για πάντα της «αληθούς πίστεως» (ACO II, I 1, σ. 27).

 

 
 

Επιθέσεις όμως των Ούννων και άλλα κρατικά θέματα στην Ιλλυρία υποχρέωσαν τον αυτοκράτορα, που ήθελε να βρίσκετε σχετικώς κοντά στον τόπο συνελεύσεως, να μεταθέσει για τις 8 Οκτωβρίου την Σύνοδο στην Χαλκηδόνα (Kadikoy), έναντι της Κωνσταντινουπόλεως, στην ασιατική ακτή.

 
 
  Η μετάφραση του κειμένου στα Αραβικά από τον π. Αθανάσιο Χενείν
 

المجمع المسكونى الرابع (451 ) 

 

أساس الخرستولوجيا الراسخ
(رؤية موجزة)
للبروفسور بقسم اللاهوت بجامعة اثينا ستليانوس بابادوبلوس
نقلها من اليونانية القس اثناسيوس اسحق حنين [1]
خادم الكنيسة القبطية باليونان

 
 

 

مقدمة:
يشكل المجمع المسكونى الرابع (451) حقيقة لاهوتية وعقائدية كبيرة فى الكنيسة لانه وضع الاساس الراسخ والحصين لقضية الخرستولوجيا.وهذا انجاز كبير هيأت له جهادات واتعاب لاهوتيين واباء كبار وصغار خلال قرن من الزمان. وومع ذلك فقد سبب قانون ايمان المجمع انقسامات وجراحات فى الجسم الكنسى بسبب جرأة تعبيراته الراديكالية تماما مثلما حدث فى المجمع المسكونى الاول بنيقية (325) بسبب من ادخال تعبيرات جريئة وجديدة بخصوص تعبير (الهوموسيوس) مساواة الابن للاب فى الجوهر.
اسباب انعقاد المجمع :
السبب الاساسى وراء انعقاد مجمع خلقيدونية ذكره اللاهوتى الرائع ديوجينوس كوزيكوس فى الجلسة الرابعة للمجمع:” المجتع صار بسبب افتيخوس ” (اعمال المجامع المسكونية ACO11 1 1 ص 111 ). ولكن بشكل اكثر تحديدا فان اسباب انعقاد المجمع كانت ما قام به ديوسقوروس من التقنين المجمعى للانحرافات المونوفيزيتية (449 )وفى نفس الوقت بسبب اعادة اشتعال الاتجاهات النسطورية من جديد . ففى المجمع المسكونى الثالث (431 ) تم الحكم على نسطور وتم ايضا تقنين خرستولوجية القديس كيرلس الاسكندرى ولكن الانطاكيون ظنوا ان عند كيرلس اتجاهات ابولينارية. وتبع ذلك شوط طويل من تبادل الاراء والتوضيحات من كل طرف والنتيجة كانت (عريضة الايمان للتنازلات ) فى( بصخة 433) والتى قبلها كبار الفريقين وهما القديس كيرلس الاسكندرى والقديس يوحنا الانطاكى والذى فى هذه المحاولة تم اعادة الاعتبار بشكل غير مباشر الى اللاهوتى الهام والاكثر ترددا ثيؤدوريتوس كيرو وهكذا صار نسطور هرطوقيا فى نظر الجميع وبالاكثر فى نظر الانطاكيين التقليديين .
الارشمندريت أفتيخوس Εύτυχής :

 
 

 

ولكن وللاسف الشديد ظهر فى الجانبين جانب الاسكندرانيين وجانب الانطاكيين مواقف متطرفة بزيادة.فالبعض صور بيان الصلح او عريضة الايمان لعام 433 على انها متنسطرة اى تميل الى النسطورية والبعض الاخر رأها متبنية نهج المونوفيزيتية .ولقد جاء التأثير المونوفيزيتى الاكبر من جانب الارشمندريت (القمص ) أفتيخيوس (ومعناها السعيد الحظ !!!) وذلك فى القسطنطينية (تركيا الحالية )ووقتها كتب ثيودوريتوس كيرو (447 ) كتابه الايرانيستيس لكى يدحض المونوفيزيتية ولما كانت المونوفيزيتية الاوطاخية قد انتشرت بشكل كبير فقد قام فلافيانوس القسطنطينى بدعوة مجمع محلى (اغسطس 448 )أدان فية أفتيخوس وايضا نسطور واعترف بطبيعتين بعد اتحادهم فى المسيح الواحد .
قام خريسافيوس زوماس وهو القريب من الامبراطور ثيؤدوسيوس الثانى وحامى افتيخوس قام بعمل اللازم لكى يعيد افتيخوس الى الشركة وذلك فى مجمع أفسس (أغسطس 449 ) ودعى المجمع مجمعا عاما ولقد رأسه ديوسقوروس بطريرك الاسكندرية . وفى هذا المجمع تم الحكم على على فلافيانوس ويوسيبيوس دوريليو وثيؤدوريتوس كيرو وانطاكيين اخرين على انهم ادانوا أوطاخى وتبنوا نسطور. وهنا سادت المونوفيويتية والمونوفيزيتيين سيادة مطلقة . فاحتج ليون الرومانى وقرر مجمعيا ان مجمع أفسس (449) هو أمر كأنه لم يكن . وطالب بمساندة امبراطور الغرب بعقد مجمع عام فى ايطاليا . ولقد رفض ثيؤدوسيوس الثانى الاقتراح جملة وتفصيلا .ولما كان ليون رجل قوى الشكيمة وعنيد فلقد استفسر عن الحقائق المائلة نحو المونوفيزيتية من فلافيانوس ويوسيبيوس دوريليو وثيؤدوريتوس كيرو (الذى اعلن برائتهم جميعا ) فلقد حاول جاهدا ان يمرر فى الغرب والشرق رسالتيه العقائدية الهامة 28 (المعروفة بطومس لاون ) وفى تفس الوقت وفى الشهور الاولى من عام (451 ) حكم على المشاركين فى مجمع أفسس (449) واطلق على المجمع صفة مجمع اللصوص (Latrocinium).

 
 

 

ظهور فكرة مجمع خلقيدونية :
وهنا أخذت اخذت الامور الكنسية والعقائدية منحى اخر . فلقد طلبوا مجمعا عاما ولكن سبقه مجمع محلى (21 سبتمبر ) حيث تم الاعتراف بارثوذكسية الطومس اللاونى وتم تجديد حرمان أفتيخوس ونسطور ورأس المجمع أناطوليوس القسطنطينى وهو من اصل اسكندرى وكان موضع ثقة ديوسقوروس . وللاسف فلقد تعثر الجميع فى الالمام بقضية الخرستولوجيا ولهذا ظهرت الحاجة الى مجمع عام رغم اعتراضات روما بسبب هجمات اتيلاس فى مناطق فرنسا .
و فى 23 مايو 451 دعا ماركيانوس باسم واليريانوس الغرب الى مجمع فى نيقية فى اول سبتمبر. وفى رسالتة ذكر كسبب الدعوة للمجمع (بعض الشكوك التى تحوم حول الديانة الارثوذكسية ) بينما الهدف المباشر هو استبعاد كل من (أربك ) الكنيسة والعمل علىوضع مرة وللابد قانون (الايمان الحقيقى) (أعمال المجامع المسكونية 11 1 1 ص 27)ودفعت بعض الاوضاع العسكرية والسياسية فى ان الامبراطور الذى اراد ان يكون قريبا من اعمال المجمع الى تغيير مكان وميعاد المجمع ليصبح فى 8 اكتوبر فى خلقيدونية المقابلة للقسطنطينية فى الجانب الاسيوى .

 
 

[1] نلفت نظر القارئ باللغة العربية اننا قد قمنا بترجمة هذا النص من الدورية اللاهوتية المعروفة (ثيؤلوجيا ) اثينا اليونان طومس 77 عام 2007 ص 451-472 وهى تصدر باللغة اليونانية وتعد من اهم الدوريات العلمية اللاهوتية فى الكنيسة اليونانية والناطقة بلسانها ولقد دفعتنا لتعريب المقال عدة عوامل اهمها المساهمة فى الحوار القائم بين الكنائس الشرقية الارثوذكسية والكنائس البيزنطية الارثوذكسية بتعريف القارئ الشرقى باحدى وجهات النظر التى ربما لضيق الوقت وعدم توافر المراجع العلمية لم يتعرف عليها بشكل متعمق والسبب الثانى ان كاتب هذه الدراسة البروفسور بابادوبلوس معروف فى كنسيتنا القبطية ورأية له وزن فى الاوساط العلمية ليس فقط اليونانية بل المسكونية ولقد قمنا بالترجمة بدقة علمية وخضوع كلمل للنص كما اراده المؤلف ولم نرد او نقدم ملاحظات رغم اننا لا نوافق بالطبع علىما يقوله ويمكن الرد فيما بعد ولكننا نترك للدارس والباحث واللاهوتى القبطى والشرقى مهمة ابداء الملحوظات ويمكنه ان يرسلها لنا حتى نفوم بالاعداد للرد بشكل علمى وفى شركة مع الكنيسة.
 
 

Το κείμενο του Στυλιανού Παπαδόπουλου είναι από το βιβλίο
ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΜΟΣ 77
ΤΕΥΧΟΣ 2ον, 2006,
Η Δ΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ (451)
“Το οικοδόμημα της Χριστολογίας”
Πηγή κειμένου στο διαδίκτυο και μετάφραση στα Αραβικά, Αναβάσεις

 
 

 

Κανόνες Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου

 
 
 
  Κανόνες τῆς ἐν Χαλκηδόνι Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Δ´ Συνόδου
Συνεκλήθη ὑπὸ τοῦ Αὐτοκράτορος τῶν Ῥωμαίων
Μαρκιανοῦ ἐν Χαλκηδόνι (451 μ.Χ.)

 
 
Κανὼν Α´
Τοὺς παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων καθ᾿ ἑκάστην σύνοδον ἄχρι τοῦ νῦν ἐκτεθέντας κανόνας κρατεῖν ἐδικαιώσαμεν.

 
 

Κανὼν B´
Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἐπὶ χρήμασι χειροτονίαν ποιήσαιτο, καὶ εἰς πρᾶσιν καταγάγοι τὴν ἄπρατον χάριν, καὶ χειροτονήσοι ἐπὶ χρήμασιν ἐπίσκοπον, ἢ χωρεπίσκοπον, ἢ πρεσβυτέρους, ἢ διακόνους, ἢ ἕτερόν τινα τῶν ἐν τῷ κλήρῳ κατηριθμημένων, ἢ προβάλλοιτο ἐπὶ χρήμασιν οἰκονόμον, ἢ ἔκδικον, ἢ παραμονάριον, ἢ ὅλως τινὰ τοῦ κανόνος, δι᾿ αἰσχροκέρδειαν οἰκείαν, ὁ τοῦτο ἐπιχειρήσας, ἐλεγχθείς, κινδυνευέτω περὶ τὸν οἰκεῖον βαθμόν· καὶ ὁ χειροτονούμενος, μηδὲν ἐκ τῆς κατ᾿ ἐμπορίαν ὠφελείσθω χειροτονίας, ἢ προβολῆς· ἀλλ᾿ ἔστω ἀλλότριος τῆς ἀξίας, ἢ τοῦ φροντίσματος, οὗπερ ἐπὶ χρήμασιν ἔτυχεν. Εἰ δέ τις καὶ μεσιτεύων φανείη τοῖς οὕτως αἰσχροῖς καὶ ἀθεμίτοις λήμμασι, καὶ οὗτος, εἰ μὲν κληρικὸς εἴη, τοῦ οἰκείου ἐκπιπτέτω βαθμοῦ· εἰ δὲ λαϊκός, ἢ μονάζων, ἀναθεματιζέσθω.

 

Κανὼν Γ´

Ἦλθεν εἰς τὴν ἁγίαν σύνοδον, ὅτι τῶν ἐν τῷ κλήρῳ κατειλεγμένων τινές, δι᾿ αἰσχροκέρδειαν, ἀλλοτρίων κτημάτων γίνονται μισθωτοί, καὶ πράγματα κοσμικά ἐργολαβοῦσι, τῆς μὲν τοῦ Θεοῦ λειτουργίας καταα θυμοῦντες, τοὺς δὲ τῶν κοσμικῶν ὑποτρέχοντες οἴκους, καὶ οὐσιῶν χειρισμοὺς ἀναδεχόμενοι διὰ φιλαργυρίαν. Ὥρισε τοίνυν ἡ ἁγία καὶ μεγάλη σύνοδος, μηδένα τοῦ λοιποῦ, μὴ ἐπίσκοπον, μὴ κληρικόν, μὴ μονάζοντα, ἢ μισθοῦσθαι κτήματα, ἢ πραγμάτων ἐπεισάγειν ἑαυτὸν κοσμικαῖς διοικήσεσι· πλὴν εἰ μήπου ἐκ νόμων καλοῖτο εἰς ἀφηλίκων ἀπαραίτητον ἐπιτροπήν· ἢ ὁ τῆς πόλεως ἐπίσκοπος ἐκκλησιαστικῶν ἐπιτρέψοι φροντίζειν πραγμάτων, ἢ ὀρφανῶν, ἢ χηρῶν ἀπρονοήτων, καὶ τῶν προσώπων τῶν μάλιστα τῆς ἐκκλησιαστικῆς δεομένων βοηθείας, διὰ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ. Εἰ δέ τις παραβαίνων τὰ ὡρισμένα τοῦ λοιποῦ ἐπιχειρήσοι, ὁ τοιοῦτος ἐκκλησιαστικοῖς ὑποκείσθω ἐπιτιμίοις.

 

Κανὼν Δ´
Οἱ ἀληθῶς καὶ εἰλικρινῶς τὸν μονήρη μετιόντες βίον, τῆς προσηκούσης ἀξιούσθωσαν τιμῆς. Ἐπειδὴ δέ τινες τῷ μοναχικῷ κεχρημένοι προσχήματι, τάς τε ἐκκλησίας, καὶ τὰ πολιτικὰ διαταράσσουσι πράγματα, περιϊόντες ἀδιαφόρως ἐν ταῖς πόλεσιν, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ μοναστήρια ἑαυτοῖς συνιστᾷν ἐπιτηδεύοντες, ἔδοξε, μηδένα μὲν μηδαμοῦ οἰκοδομεῖν, μηδὲ συνιστᾷν μοναστήριον, ἢ εὐκτήριον οἶκον, παρὰ γνώμην τοῦ τῆς πόλεως ἐπισκόπου· τοὺς δὲ καθ᾿ ἑκάστην πόλιν καὶ χώραν, μονάζοντας, ὑποτετάχθαι τῷ ἐπισκόπῳ, καὶ τὴν ἡσυχίαν ἀσπάζεσθαι, καὶ προσέχειν μόνη τῇ νηστείᾳ, καὶ τῇ προσευχῇ, ἐν οἷς τόποις ἀπετάξαντο, προσκαρτεροῦντες· μήτε δὲ ἐκκλησιαστικοῖς, μήτε βιωτικοῖς παρενοχλεῖν πράγμασιν, ἢ ἐπικοινωνεῖν, καταλιμπάνοντας τὰ ἴδια μοναστήρια, εἰ μήποτε ἄρα ἐπιτραπεῖεν διὰ χρείαν ἀναγκαίαν ὑπὸ τοῦ τῆς πόλεως ἐπισκόπου· μηδένα δὲ προσδέχεσθαι ἐν τοῖς μοναστηρίοις δοῦλον ἐπὶ τῷ μονάσαι, παρὰ γνώμην τοῦ ἰδίου δεσπότου· τὸν δὲ παραβαίνοντα τοῦτον ἡμῶν τὸν ὅρον, ὡρίσαμεν ἀκοινώνητον εἶναι, ἵνα μὴ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ βλασφημῆται. Τὸν μέν τοι ἐπίσκοπον τῆς πόλεως, χρὴ τὴν δέουσαν πρόνοιαν ποιεῖσθαι τῶν μοναστηρίων.

 

Κανὼν Ε´
Περὶ τῶν μεταβαινόντων ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν ἐπισκόπων, ἢ κληρικῶν, ἔδοξε τοὺς περὶ τούτων τεθέντας κανόνας παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων ἔχειν τὴν ἰσχύν.

 

Κανὼν ΣΤ´
Μηδένα ἀπολελυμένως χειροτονεῖσθαι, μήτε πρεσβύτερον, μήτε διάκονον, μήτε ὅλως τινὰ τῶν ἐν τῷ ἐκκλησιαστικῷ τάγματι· εἰ μὴ εἰδικῶς ἐν ἐκκλησίᾳ πόλεως, ἢ κώμης, ἢ μαρτυρίῳ, ἢ μοναστηρίῳ, ὁ χειροτονούμενος ἐπικηρύττοιτο. Τοὺς δὲ ἀπολύτως χειροτονουμένους, ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, ἄκυρον ἔχειν τὴν τοιαύτην χειροθεσίαν, καὶ μηδαμοῦ δύνασθαι ἐνεργεῖν, ἐφ᾿ ὕβρει τοῦ χειροτονήσαντος.

 
 
 Κανὼν Ζ´
Τοὺς ἅπαξ ἐν κλήρῳ τεταγμένους, ἢ καὶ μοναστάς, ὡρίσαμεν μήτε ἐπὶ στρατείαν, μήτε ἐπὶ ἀξίαν κοσμικὴν ἔρχεσθαι· ἤ, τοῦτο τολμῶντας, καὶ μὴ μεταμελομένους, ὥστε ἐπιστρέψαι ἐπὶ τοῦτο, ὅ διὰ Θεὸν πρότερον εἵλοντο, ἀναθεματίζεσθαι.

 
 

Κανὼν Η´
Οἱ κληρικοὶ τῶν πτωχείων, καὶ μοναστηρίων, καὶ μαρτυρίων, ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τῶν ἐν ἑκάστῃ πόλει ἐπισκόπων, κατὰ τὴν τῶν ἁγίων Πατέρων παράδοσιν, διαμενέτωσαν· καὶ μὴ κατὰ αὐθάδειαν ἀφηνιάτωοαν τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου. Οἱ δὲ τολμῶντες ἀνατρέπειν τὴν τοιαύτην διατύπωσιν, καθ᾿ οἱονδήποτε τρόπον, καὶ μὴ ὑποταττόμενοι τῷ ἰδίῳ ἐπισκόπῳ, εἰ μὲν εἶεν κληρικοί, τοῖς τῶν κανόνων ὑποκείσθωσαν ἐπιτιμίοις· εἰ δὲ μονάζοντες, ἢ λαϊκοί, ἔστωσαν ἀκοινώνητοι.

 
 

Κανὼν Θ´
Εἴ τις κληρικὸς πρὸς κληρικὸν πρᾶγμα ἔχει, μὴ ἐγκαταλιμπανέτω τὸν οἰκεῖον ἐπίσκοπον, καὶ ἐπὶ κοσμικὰ δικαστήρια μὴ κατατρεχέτω, ἀλλὰ πρότερον τὴν ὑπόθεσιν γυμναζέτω παρὰ τῷ ἰδίῳ ἐπισκόπῳ, ἢ γοῦν, γνώμῃ αὐτοῦ τοῦ ἐπισκόπου, παρ᾿ οἷς ἂν ἀμφότερα τὰ μέρη βούλωνται, τὰ τῆς δίκης συγκροτείσθω· εἰ δέ τις παρὰ ταῦτα ποιήσοι, κανονικοῖς ἐπιτιμίοις ὑποκείσθω. Εἰ δὲ κληρικὸς πρᾶγμα ἔχει πρὸς τὸν ἴδιον, ἢ καὶ πρὸς ἕτερον ἐπίσκοπον, παρὰ τῇ συνόδῳ τῆς ἐπαρχίας δικαζέσθω. Εἰ δὲ πρὸς τὸν τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, ἐπίσκοπος, ἢ κληρικὸς ἀμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τὸν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἢ τὸν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, καὶ ἐπ᾿ αὐτῷ δικαζέσθω.

 

Κανὼν Ι´

Μὴ ἐξεῖναι κληρικὸν ἐν δύο πόλεων κατὰ ταὐτὸν καταλέγεσθαι ἐκκλησίαις, ἐν ᾗ τε τὴν ἀρχὴν ἐχειροτονήθη, καὶ ἐν ᾗ προσέφυγεν, ὡς μείζονι δῆθεν, διὰ δόξης κενῆς ἐπιθυμίαν. Τοὺς δέ γε τοῦτο ποιοῦντας ἀποκαθίστασθαι τῇ ἰδίᾳ ἐκκλησίᾳ, ἐν ᾗ ἐξ ἀρχῆς ἐχειροτονήθησαν, καὶ ἐκεῖ μόνον λειτουργεῖν. Εἰ μέν τοι ἤδη τις μετετέθη ἐξ ἄλλης εἰς ἄλλην ἐκκλησίαν, μηδὲν τοῖς τῆς προτέρας ἐκκλησίας, ἤτοι τῶν ὑπ᾿ αὐτὴν μαρτυρίων, ἢ πτωχείων, ἢ ξενοδοχείων ἐπικοινωνεῖν πράγμασι. Τοὺς δέ γε τολμῶντας, μετὰ τὸν ὅρον τῆς μεγάλης καὶ οἰκουμενικῆς ταύτης συνόδου, πράττειν τι τῶν νῦν ἀπηγορευμένων, ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος ἐκπίπτειν τοῦ ἰδίου βαθμοῦ.

 
 

Κανὼν ΙΑ´
Πάντας τοὺς πένητας καὶ δεομένους ἐπικουρίας, μετὰ δοκιμασίας ἐπιστολίοις, εἴτουν εἰρηνικοῖς ἐκκλησιαστικοῖς μόνοις, ὁδεύειν ὡρίσαμεν, καὶ μὴ συστατικοῖς· διὰ τὸ τὰς συστατικὰς ἐπιστολὰς προσήκειν τοῖς οὖσιν ἐν ὑπολήψει μόνοις παρέχεσθαι προσώποις.

 

Κανὼν ΙΒ´
Ἦλθεν εἰς ἡμᾶς, ὥς τινες παρὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμοὺς προσδραμόντες δυναστείαις, διὰ πραγματικῶν τὴν μίαν ἐπαρχίαν εἰς δύο κατένεμον, ὡς ἐκ τούτου δύο μητροπολίτας εἶναι ἐν τῇ αὐτῇ ἐπαρχίᾳ. Ὥρισεν τοίνυν ἡ ἁγία σύνοδος, τοῦ λοιποῦ μηδὲν τοιοῦτον τολμᾶσθαι παρὰ ἐπισκόπου· ἐπεί, τὸν τοιοῦτο ἐπιχειροῦντα ἐκπίπτειν τοῦ ἰδίου βαθμοῦ. Ὅσαι δὲ ἤδη πόλεις διὰ γραμμάτων βασιλικῶν τῷ τῆς μητροπόλεως ἐτιμήθησαν ὀνόματι, μόνης ἀπολαυέτωσαν τῆς τιμῆς, καὶ ὁ τὴν ἐκκλησίαν ταύτην διοικῶν ἐπίσκοπος, δηλονότι σῳζομένων τῇ κατ᾿ ἀλήθειαν μητροπόλει τῶν οἰκείων δικαίων.

 

Κανὼν ΙΓ´
Ξένους κληρικοὺς καὶ ἀγνώστους, ἐν ἑτέρᾳ πόλει, δίχα συστατικῶν γραμμάτων τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, μηδόλως μηδαμοῦ λειτουργεῖν.

 

Κανὼν ΙΔ´
Ἐπειδὴ ἔν τισιν ἐπαρχίαις συγκεχώρηται τοῖς ἀναγνώσταις, καὶ ψάλταις, γαμεῖν, ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, μὴ ἐξεῖναί τινι αὐτῶν ἑτερόδοξον γυναῖκα λαμβάνειν. Τοὺς δὲ ἤδη ἐκ τοιούτου γάμου παιδοποιήσαντας, εἰ μὲν ἔφθασαν βαπτίσαι τὰ ἐξ αὐτῶν τεχθέντα παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς, προσάγειν αὐτὰ τῇ κοινωνίᾳ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας· μὴ βαπτίσαντας δέ, μὴ δύνασθαι ἔτι βαπτίζειν αὐτὰ παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς, μήτε μὴν συνάπτειν πρὸς γάμον αἱρετικῷ, ἢ Ἰουδαίῳ, ἢ Ἕλληνι, εἰ μὴ ἄρα ἐπαγγέλλοιτο μετατίθεσθαι εἰς τὴν ὀρθόδοξον πίστιν τὸ συναπτόμενον πρόσωπον τῷ ὀρθοδόξῳ. Εἰ δέ τις τοῦτον τὸν ὅρον παραβαίη τῆς ἁγίας συνόδου, κανονικῷ ὑποκείσθω ἐπιτιμίῳ.

 
 

Κανὼν ΙΕ´
Διάκονον μὴ χειροτονεῖσθαι γυναῖκα πρὸ ἐτῶν τεσσαράκοντα, καὶ ταύτην μετ᾿ ἀκριβοῦς δοκιμασίας. Εἰ δέ γε δεξαμένη τὴν χειροθεσίαν, καὶ χρόνον τινὰ παραμείνασα τῇ λειτουργίᾳ, ἑαυτὴν ἐπιδῷ γάμῳ, ὑβρίσασα τὴν τοῦ Θεοῦ χάριν, ἡ τοιαύτη ἀναθεματιζέσθω μετὰ τοῦ αὐτῇ συναφθέντος.

 
 

Κανὼν ΙΣΤ´
Παρθένον ἀναθεῖσαν ἑαυτὴν τῷ δεσπότῃ Θεῷ, ὡσαύτως δὲ καὶ μονάζοντας, μὴ ἐξεῖναι γάμῳ προσομιλεῖν. Εἰ δέ γε εὑρεθεῖεν τοῦτο ποιοῦντες, ἔστωσαν ἀκοινώνητοι. Ὡρίσαμεν δὲ ἔχειν τὴν αὐθεντίαν τῆς ἐπ᾿ αὐτοῖς φιλανθρωπίας τὸν κατὰ τόπον ἐπίσκοπον.

 
 

Κανὼν ΙΖ´
Τὰς καθ᾿ ἑκάστην ἐπαρχίαν ἀγροικικὰς παροικίας, ἢ ἐγχωρίους, μένειν ἀπαρασαλεύτους παρὰ τοῖς κατέχουσιν αὐτὰς ἐπισκόποις, καὶ μάλιστα εἰ τριακονταετῆ χρόνον ταύτας ἀβιάστως διακατέχοντες ᾠκονόμησαν. Εἰ δὲ ἐντὸς τῶν τριάκοντα ἐτῶν γεγένηταί τις, ἢ γένοιτο περὶ αὐτῶν ἀμφισβήτησις, ἐξεῖναι τοῖς λέγουσιν ἠδικεῖσθαι, περὶ τούτων κινεῖν παρὰ τῇ συνόδῳ τῆς ἐπαρχίας. Εἰ δέ τις ἀδικοῖτο παρὰ τοῦ ἰδίου μητροπολίτου, παρὰ τῷ ἐξάρχῳ τῆς διοικήσεως, ἢ τῷ Κωνσταντινουπόλεως θρόνῳ δικαζέσθω, καθά προείρηται. Εἰ δὲ καί τις ἐκ βασιλικῆς ἐξουσίας ἐκαινίσθη πόλις, ἢ αὖθις καινισθείη, τοῖς πολιτικοῖς καὶ δημοσίοις τύποις, καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν παροικιῶν ἡ τάξις ἀκολουθείτω.

 
 

Κανὼν ΙΗ´
Τὸ τῆς συνωμοσίας, ἢ φατρίας, ἔγκλημα καὶ παρὰ τῶν ἔξω νόμων πάντῃ κεκώλυται, πολλῷ δὴ μᾶλλον ἐν τῇ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίᾳ τοῦτο γίνεσθαι ἀπαγορεύειν προσήκει. Εἴ τινες τοίνυν κληρικοί, ἢ μονάζοντες, εὑρεθεῖεν συνομνύμενοι, ἢ φατριάζοντες, ἢ κατασκευὰς τυρεύοντες ἐπισκόποις, ἢ συγκληρικοῖς, ἐκπιπτέτωσαν πάντῃ τοῦ οἰκείου βαθμοῦ.

 

Κανὼν ΙΘ´
Ἦλθεν εἰς τὰς ἡμετέρας ἀκοάς, ὡς ἐν ταῖς ἐπαρχίαις αἱ κεκανονισμέναι σύνοδοι τῶν ἐπισκόπων οὐ γίνονται, καὶ ἐκ τούτου πολλὰ παραμελεῖται τῶν διορθώσεως δεομένων ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Ὥρισε τοίνυν ἡ ἁγία σύνοδος, κατὰ τοὺς τῶν ἁγίων Πατέρων κανόνας, δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐπὶ τὸ αὐτὸ συντρέχιν καθ᾿ ἑκάστην ἐπαρχίαν τοὺς ἐπισκόπους, ἔνθα ἂν ὁ τῆς μητροπόλεως ἐπίσκοπος δοκιμάσῃ, καὶ διορθοῦν ἕκαστα τὰ ἀνακύπτοντα. Τοὺς δὲ μὴ συνιόντας ἐπισκόπους, ἐνδημοῦντας ταῖς ἑαυτῶν πόλεσι, καὶ ταῦτα ἐν ὑγείᾳ διάγοντας, καὶ πάσης ἀπαραιτήτου καὶ ἀναγκαίας ἀσχολίας ὄντας ἐλευθέρους, ἀδελφικῶς ἐπιπλήττεσθαι.

 
 

Κανὼν Κ´
Κληρικοὺς εἰς ἐκκλησίαν τελοῦντας, καθὼς ἤδη ὡρίσαμεν, μὴ ἐξεῖναι εἰς ἄλλης πόλεως τάττεσθαι ἐκκλησίαν· ἀλλὰ στέργειν ἐκείνην, ἐν ᾗ λειτουργεῖν ἐξ ἀρχῆς ἠξιώθησαν, ἐκτὸς ἐκείνων, οἵτινες ἀπολέσαντες τὰς οἰκείας πατρίδας ἀπὸ ἀνάγκης, εἰς ἄλλην ἐκκλησίαν μετῆλθον. Εἰ δέ τις ἐπίσκοπος μετὰ τὸν ὅρον τοῦτον, ἄλλῳ ἐπισκόπῳ προσήκοντα δέξοιτο κληρικόν, ἔδοξεν ἀκοινώνητον εἶναι καὶ τὸν δεχθέντα, καὶ τὸν δεξάμενον, ἕως ἂν ὁ μεταστὰς κληρικὸς εἰς τὴν ἰδίαν ἐπανέλθῃ ἐκκλησίαν.

 

Κανὼν ΚΑ´
Κληρικούς, ἢ λαϊκούς, κατηγοροῦντας ἐπισκόπων, ἢ κληρικῶν, ἁπλῶς καὶ ἀδοκιμάστως μὴ προσδέχεσθαι εἰς κατηγορίαν, εἰ μὴ πρότερον ἐξετασθείη αὐτῶν ἡ ὑπόληψις.

 

Κανὼν ΚΒ´
Μὴ ἐξεῖναι κληρικοῖς μετὰ θάνατον τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, διαρπάζειν τὰ διαφέροντα αὐτῷ πράγματα, καθὼς καὶ τοῖς παραλαμβάνουσιν ἀπηγόρευται· ἢ τοὺς τοῦτο ποιοῦντας, κινδυνεύειν περὶ τοὺς ἰδίους βαθμούς.

 

Κανὼν ΚΓ´
Ἦλθεν εἰς τὰς ἀκοὰς τῆς ἁγίας συνόδου, ὡς κληρικοί τινες καὶ μονάζοντες, μηδὲν ἐγκεχειρισμένοι ὑπὸ τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, ἔστι δ᾿ ὅτε καὶ ἀκοινώνητοι γενόμενοι παρ᾿ αὐτοῦ, καταλαμβάνοντες τὴν βασιλεύουσαν Κωνσταντινούπολιν, ἐπὶ πολὺ ἐν αὐτῇ διατρίβουσι, ταραχὰς ἐμποιοῦντες, καὶ θορυβοῦντες τὴν ἐκκλησιαστικὴν κατάστασιν, ἀνατρέπουσί τε οἴκους τινῶν. Ὥρισε τοίνυν ἡ ἁγία σύνοδος, τοὺς τοιούτους ὑπομιμνήσκεσθαι μὲν πρότερον διὰ τοῦ ἐκδίκου τῆς κατὰ Κωνσταντινούπολιν ἁγιωτάτης ἐκκλησίας ἐπὶ τῷ ἐξελθεῖν τῆς βασιλευούσης πόλεως· εἰ δὲ τοῖς αὐτοῖς πράγμασιν ἐπιμένοιεν ἀναισχυντοῦντες, καὶ ἄκοντας αὐτοὺς διὰ τοῦ αὐτοῦ ἐκδίκου ἐκβάλλεσθαι, καὶ τοὺς ἰδίους καταλαμβάνειν τόπους.

 

Κανὼν ΚΔ´
Τὰ ἅπαξ καθιερωθέντα μοναστήρια, κατὰ γνώμην ἐπισκόπου, μένειν εἰς τὸ διηνεκὲς μοναστήρια, καὶ τὰ ἀνήκοντα αὐτοῖς πράγματα φυλάττεσθαι, καὶ μηκέτι γίνεσθαι ταῦτα κοσμικὰ καταγώγια· τοὺς δὲ συγχωροῦντας τοῦτο γίνεσθαι, ὑποκεῖσθαι τοῖς ἐκ τῶν κανόνων ἐπιτιμίοις.

 
 

Κανὼν ΚΕ´

Ἐπειδή περ τινὲς τῶν μητροπολιτῶν, ὡς περιηχήθημεν, ἀμελοῦσι τῶν ἐγκεχειρισμένων αὐτοῖς ποιμνίων, καὶ ἀναβάλλονται τὰς χειτοτονίας τῶν ἐπισκόπων· ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ, ἐντὸς τριῶν μηνῶν γίνεσθαι τὰς χειροτονίας τῶν ἐπισκόπων, εἰ μήποτε ἄρα ἀπαραίτητος ἀνάγκη παρασκευάσοι ἐπιταθῆναι τὸν τῆς ἀναβολῆς χρόνον. Εἰ δὲ μὴ τοῦτο ποιήσοι, ὑποκεῖσθαι αὐτὸν ἐκκλησιαστικοῖς ἐπιτιμίοις. Τὴν μέν τοι πρόσοδον τῆς χηρευούσης ἐκκλησίας, σώαν παρὰ τῷ οἰκονόμῳ τῆς αὐτῆς ἐκκλησίας φυλάττεσθαι.

 
 

Κανὼν ΚΣΤ´
Ἐπειδὴ ἔν τισιν ἐκκλησίαις, ὡς περιηχήθημεν, δίχα οἰκονόμων οἱ ἐπίσκοποι καὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ χειρίζουσι πράγματα, ἔδοξε πᾶσαν ἐκκλησίαν ἐπίσκοπον ἔχουσαν, καὶ οἰκονόμον ἔχειν ἐκ τοῦ ἰδίου κλήρου, οἰκονομοῦντα τὰ ἐκκλησιαστικὰ κατὰ γνώμην τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου· ὥστε μὴ ἀμάρτυρον εἶναι τὴν οἰκονομίαν τῆς ἐκκλησίας, καὶ ἐκ τούτου σκορπίζεσθαι τὰ αὐτῆς πράγματα, καὶ λοιδορίαν τῇ ἱερωσύνῃ προστρίβεσθαι· εἰ δὲ μὴ τοῦτο ποιήσοι, ὑποκεῖσθαι αὐτὸν τοῖς θείοις κανόσιν.

 

Κανὼν ΚΖ´
Τοὺς ἁρπάζοντας γυναῖκας ἐπ᾿ ὀνόματι συνοικεσίου, ἢ συμπράττοντας, ἢ συναιρομένους τοῖς ἁρπάζουσιν, ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, εἰ μὲν κληρικοὶ εἶεν, ἐκπίπττειν τοῦ ἰδίου βαθμοῦ· εἰ δὲ λαϊκοί, ἀναθεματίζεσθαι.

 
 

Κανὼν ΚΗ´
Πανταχοῦ τοῖς τῶν ἁγίων Πατέρων ὅροις ἑπόμενοι, καὶ τὸν ἀρτίως ἀναγνωσθέντα κανόνα τῶν ἑκατὸν πεντήκοντα θεοφιλέστατων ἐπισκόπων, τῶν συναχθέντων ἐπὶ τοῦ τῆς εὐσεβοῦς μνήμης Μεγάλου Θεοδοσίου, τοῦ γενομένου βασιλέως ἐν τῇ βασιλίδι Κωνσταντινουπόλεως Νέᾳ Ῥώμῃ, γνωρίζοντες, τὰ αὐτὰ καὶ ἡμεῖς ὁρίζομέν τε καὶ ψηφιζόμεθα περὶ τῶν πρεσβείων τῆς ἁγιωτάτης ἐκκλησίας τῆς αὐτῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης· καὶ γὰρ τῷ θρόνῳ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης, διὰ τὸ βασιλεύειν τὴν πόλιν ἐκείνην, οἱ Πατέρες εἰκότως ἀποδεδώκασι τὰ πρεσβεῖα. Καὶ τῷ αὐτῷ σκοπῶ κινούμενοι οἱ ἑκατὸν πεντήκοντα θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι, τὰ ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν τῷ τῆς Νέας Ῥώμης ἁγιωτάτω θρόνῳ, εὐλόγως κρίναντες, τὴν βασιλείᾳ καὶ συγκλήτῳ τιμηθεῖσαν πόλιν, καὶ τῶν ἴσων ἀπολαύουσαν πρεσβείων τῇ πρεσβυτέρᾳ βασιλίδι Ῥώμῃ, καὶ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ὡς ἐκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ᾿ ἐκείνην ὑπάρχουσαν. Καὶ ὥστε τοὺς τῆς Ποντικῆς, καὶ τῆς Ἀσιανῆς, καὶ τῆς Θρακικῆς διοικήσεως μητροπολίτας μόνους, ἔτι δὲ καὶ τοὺς ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς ἐπισκόπους τῶν προειρημένων διοικήσεων χειροτονεῖσθαι ὑπὸ τοῦ προειρημένου ἁγιωτάτου θρόνου τῆς κατὰ Κωνσταντινούπολιν ἁγιωτάτης ἐκκλησίας· δηλαδή ἑκάστου μητροπολίτου τῶν προειρημένων διοικήσεων μετὰ τῶν τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπων χειροτονοῦντος τοὺς τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπους, καθὼς τοῖς θείοις κανόσι διηγόρευται· χειροτονεῖσθαι δέ, καθὼς εἴρηται, τοὺς μητροπολίτας τῶν προειρημένων διοικήσεων παρὰ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ἀρχιεπισκόπου, ψηφισμάτων συμφώνων κατὰ τὸ ἔθος γινομένων, καὶ ἐπ᾿ αὐτὸν ἀναφερομένων.

 
 

Κανὼν ΚΘ´

Ἐπίσκοπον εἰς πρεσβυτέρου βαθμὸν φέρειν, ἱεροσυλία ἐστίν. Εἰ δὲ αἰτία τις δικαία ἐκείνους ἀπὸ τῆς πράξεως τῆς ἐπισκοπῆς ἀποκινεῖ, οὐδὲ πρεσβυτέρου τόπον κατέχειν ὀφείλουσιν. Εἰ δὲ ἐκτός τινος ἐγκλήματος ἀπεκινήθησαν τοῦ ἀξιώματος, πρὸς τὴν τῆς ἐπισκοπῆς ἀξίαν ἐπαναστρέψουσιν.

 
 
Ἀνατόλιος ὁ εὐλαβέστατος ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, εἶπεν· Οὗτοι οἱ λεγόμενοι ἀπὸ τῆς ἐπισκοπικῆς ἀξίας εἰς τὴν τοῦ πρεσβυτέρου τάξιν κατεληλυθέναι, εἰ μὲν ὑπὸ εὐλόγων τινῶν αἰτιῶν καταδικάζονται, εἰκότως οὐδὲ τῆς πρεσβυτέρου ἐντὸς ἄξιοι τυγχάνουσιν εἶναι τιμῆς· εἰ δὲ δίχα τινὸς αἰτίας εὐλόγου εἰς τὸν ἥττονα κατεβιβάσθησαν βαθμόν, δίκαιοι τυγχάνουσιν, εἴ γε ἀνεύθυνοι φανεῖεν, τὴν τῆς ἐπισκοπῆς ἐπαναλαβεῖν ἀξίαν τε καὶ ἱερωσύνην.
 
 

Κανὼν Λ´
Ἐπειδὴ οἱ εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι τῆς Αἰγύπτου, οὐχ ὡς μαχόμενοι τῇ καθολικῇ πίστει, ὑπογράψαι τῇ ἐπιστολῇ το??

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here