Στο σημερινό ευαγγελικό απόσπασμα, ο Κύριός μας μέσω μιας παραβολής μάς διδάσκει το νόημα της αγάπης που πρέπει να δείχνουμε στον πλησίον μας· αλλά και ποιος είναι ο πλησίον μας.

Αναφέρει, λοιπόν, ο Ευαγγελιστής Λουκάς για έναν νομικό που πλησίασε το Χριστό και ήθελε να τον πειράξει. Νομικός που νόμιζε ότι ήξερε τους νόμους· μόνο στη θεωρία και όχι κάτι σε πρακτικό κομμάτι.

Προσπάθησε να γελάσει και να ειρωνευτεί τον Ιησού Χριστό, καθώς εκείνη την περίοδο πολλοί ισχυρίζονταν ό,τι διδάσκει ο Ίδιος έρχεται σε αντίθεση με το νόμο του Μωυσή σχετικά με την αιώνια ζωή. Και ο Χριστός του απαντάει: “ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;” (“στο νόμο τι έχει γραφεί; Πώς τον αντιλαμβάνεσαι;”).

Προσπάθησε να τον κατευθύνει στον γραπτό νόμο για την αγάπη προς τον πλησίον. Αλλά ρωτάει ο νομικός: “Καὶ τίς ἐστίν μου πλησίον;” (“Και ποιος είναι ο πλησίον μου;”). Ωραία εξήγηση δίνει ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας: “Αφού απέτυχε στο κυνήγι, κυλίστηκε στη φιλοδοξία.

Από την απάτη στην υπερηφάνεια, δανείζοντάς τον κατά κάποιο τρόπο οι κακίες μεταξύ τους. Γιατί ρώτησε όχι επειδή ήθελε να μάθει, αλλά όπως λέγει ο ευαγγελιστής, για να δικαιώσει τον εαυτό του.

Πρόσεχε λοιπόν πώς με εγωισμό και μαζί και με υπεροψία, φώναζε με αναίδεια: «Και ποιος είναι ο πλησίον μου;». «Ποιος είναι αυτός», λέγει, «για να τον αγαπήσω σαν τον εαυτό μου;

Είμαι ανώτερος όλων, είμαι νομικός, κρίνω τους πάντες, δεν κρίνομαι από κανένα· δικάζω και δε δικάζομαι· διαφέρω από όλους· όλοι έχουν την ανάγκη μου, εγώ δεν έχω την ανάγκη κανενός· ποιος λοιπόν είναι ο πλησίον μου, για να τον αγαπήσω σαν τον εαυτό μου;»”.

Η συγκεκριμένη παραβολή του Καλού Σαμαρείτη είναι “η εκφραστικωτέρα υποτύπωσις της αγάπης του ανθρώπου προς τον άνθρωπο”, κατά τον Μητροπολίτη Νικαίας, Γεώργιο.

Περνάνε δύο άνθρωποι μπροστά από τον άνθρωπο που έπεσε σε ενέδρα ληστών και δεν τον κοιτάνε καθόλου. Στρέφουν το βλέμμα τους από την άλλη πλευρά. Ο τρίτος άνθρωπος σκύβει ενώπιον του πληγωμένου ανθρώπου και προσπαθεί να τον ανακουφίσει από τις πληγές του και να τον περιθάλψει.

Παρατηρούμε, ο Κύριός μας να μας αναλύει δύο αντιλήψεις που επικρατούν στον κόσμο.

Η μία αντίληψη λέει ότι νιώθουμε απαθείς μπροστά στις δυσκολίες του άλλου και η άλλη αντίληψη ότι προσπαθούμε, όσο μπορούμε, να βοηθήσουμε για την ανακούφιση του πλησίον μας· να αγαπήσουμε τον κάθε άνθρωπο.

Άλλωστε, ο λόγος που ήρθαμε σε αυτόν τον κόσμο είναι να αγαπήσουμε το Θεό και τον άνθρωπο. Αλλά, από τις δύο, εμείς χρειάζεται να ακολουθήσουμε τη δεύτερη και κατά τη ρήση του Ιησού Χριστού «Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως» (Λουκ.10,37).

Ο Θεός δεν θέλει να Τον αγαπήσεις λίγο ή μέχρι εκεί που θέλεις. Τα θέλει όλα (καρδιά, νους, ψυχή). Για να πετύχουμε την ανιδιοτελή αγάπη προς Θεό και άνθρωπο χρειάζεται να αποβάλλουμε τα πάθη και τις όποιες αρρώστιες της ψυχής.

Αυτό επιτυγχάνεται μέσω του βαπτίσματος και της Εκκλησίας. Ως εκ τούτου, η εκκλησία είναι πανδοχείο (εκεί που μετέφερε και τον πληγωμένο άνθρωπο), ο χώρος όπου όλοι χωράνε χωρίς διακρίσεις.

Ο μακαριστός Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος, αναφέρει ότι: “Να γίνεσαι εσύ «πλησίον» στον κάθε πονεμένο, στον κάθε άνθρωπο, που έχει την ανάγκη σου. Αυτό πρέπει να είναι το σύνθημα της Κυριακής του καλού Σαμαρείτου”.

Σωτήριος Θεολόγου – Φοιτητής Α.Ε.Α.Θ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here