Ὅταν διαβάζω γιά τά τόσο σκληρά βασανιστήρια τῶν ἁγίων Μαρτύρων, ἀπορῶ: Πῶς μποροῦσαν νά ὑποφέρουν ὅλα αὐτά καί μάλιστα μέ τόση γαλήνη;

Στό ἐρώτημα αὐτό ὁ πλέον κατάλληλος νά μᾶς ἀπαντήσει εἶναι ὁ ἱστορικός τῆς Ἐκκλησίας Εὐσέβιος, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατά τήν περίοδο τῶν τελευταίων 48 ἐτῶν τῶν διωγμῶν (γεννήθηκε τό 265 μ.Χ. στήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καί ἀπέθανε τό 339).

Παρακολούθησε ὁ ἴδιος πολλά μαρτύρια τῶν χριστιανῶν καί τά περιέγραψε στά ἱστορικά του βιβλία. Ἐκεῖ λοιπόν περιγράφει καί πῶς ἀντιμετώπιζαν οἱ Μάρτυρες τά σκληρά βασανιστήρια.

Ἀνθρωπίνως, λέγει, εἶναι ἀδύνατον νά ἐξηγηθεῖ, πῶς εὕρισκαν τή δύναμη ἀθῶα πρόσωπα, ἄνθρωποι ἀκόμη καί ἀσθενικοί ἤ ὑπερήλικες ἤ νεαρά παιδιά, ὄχι μόνον νά ἀντέχουν στά βασανιστήρια, ἀλλά καί νά ἀντιμετωπίζουν τό θάνατο μέ τόσο θάρρος καί τόση γαλήνη.

Τό φαινόμενο αὐτό παραμένει χωρίς ἀνθρώπινη ἐξήγηση. Μόνον μέ τή δύναμη τῆς πίστεως μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ. Ποιά ἄλλη δύναμη, ἐκτός ἀπό τήν πανίσχυρη δύναμη τῆς πίστεως, ἦταν δυνατόν νά καταστήσει τούς Μάρτυρες ἱκανούς νά δέχονται τά μαρτύρια χωρίς βογγητά καί κραυγές πόνου, ἀλλά μέ εὐχαριστίες καί δοξολογίες στόν Θεό;

Φαίνονταν ὅτι κατά τίς σκληρές ἐκεῖνες ὧρες τῶν βασάνων τους δέν αἰσθάνονταν κἄν αἴσθηση πόνου! Ἔδιναν τήν ἐντύπωση ὅτι εἶχαν ἀποδημήσει ἀπό τό σῶμα καί ὅτι πλέον ἦσαν ἄγγελοι. Πράγματι, ὅσα ὑπέφερε τό σῶμα τῶν Μαρτύρων, ἦσαν ξένα γι αὐτούς, διότι ἡ ψυχή τους βρισκόταν πλέον στόν οὐρανό.

Βεβαίως ἡ Ἐκκλησία προετοίμαζε πνευματικά τούς πιστούς, πρίν ὑποβληθοῦν στά μαρτύρια. Καί ὅταν βρίσκονταν στά δεσμωτήρια, προσπαθοῦσε μέ κάθε τρόπο νά μεταφέρει τά ζωοποιά Μυστήρια καί νά τούς κοινωνεῖ μέ τό Ἅγιο Σῶμα καί Αἷματοῦ Κυρίου “εἰς ἁγιασμόν καί δύναμιν, εἰς ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου καί ἀρραβώνα τῆς μελλούσης ζωῆς καί σωτηρίας”.

Μέ τό ἀκαταμάχητο αὐτό ἐφόδιο τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων οἱ Μάρτυρες ἀναδεικνύονταν νικητές. Ὁ Ἀγωνοθέτης Κύριος, πού ἔφεραν μέσα τους, τούς παρεῖχε πολλά δείγματα τῆς ἀγάπης Του.

Τούς ἐνίσχυε μέ οὐράνια φωνή, πού τήν ἄκουγαν καθαρά νά ἀπευθύνεται πρός αὐτούς. Μέ Ἀγγέλους Του θεράπευε τά τραύματά τους. Ἔσβηνε τή φωτιά, στήν ὁποία τούς εἶχαν ρίξει.

Σέ κάποιες περιπτώσεις τούς ἐνίσχυε μέ ὁράματα, μέ τά ὁποῖα τούς βεβαίωνε ὅτι εἶναι κοντά τους ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, κι ἔτσι ἔπαιρναν θαυμαστή δύναμη, γιά νά ἀντιμετωπίζουν θαρραλέα καί τίς σατανικές ἀκόμη ἐφευρέσεις τῶν διωκτῶν τους.

Οἱ ἅγιοι Μάρτυρες γνώριζαν ὅτι χωρίς τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, δέν θά μποροῦσαν τίποτε νά ἐπιτύχουν.

Γι αὐτό δέν ἔπαυαν, μαζί μέ τίς εὐχαριστίες τους, νά ζητοῦν καί τή βοήθεια τοῦ Κυρίου στόν τραχύ ἀγώνα τους, ὥστε νά μείνουν πιστοί μέχρι θανάτου καί νά ἀξιωθοῦν τῆς οὐρανίου Βασιλείας Του. Κατά τήν ὥρα αὐτή δέν προσεύχονταν μέ ἀγωνία, ἀλλά μέ αἰσιοδοξία καί χαρά.

Ἦταν βέβαιοι γιά τήν τελική νίκη τῆς ἀληθινῆς πίστεως. Καί αὐτή ἡ προσευχή τους ἦταν συνεχής καί ἀδιάλειπτη, μέχρι τή στιγμή πού παρέδιδαν τό πνεῦμα τους στά χέρια τοῦ Κυρίου, ὅπως ὁ Ἅγιος πρωτομάρτυς Στέφανος, τοῦ ὁποίου τά τελευταῖα λόγια ἦταν: “Κύριε Ἰησοῦ, δέξαι τό πνεῦμα μου”.

Μετά ἀπό ὅλα αὐτά πού ἔβλεπαν, πολλοί ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, πού παρακολουθοῦσαν σέ δημόσιους χώρους τά μαρτύρια τῶν χριστιανῶν, ἀναφωνοῦσαν μέ θαυμασμό: “Μέγας ὁ Θεός τῶν χριστιανῶν”!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here