Η Κοίμησις της Θεοτόκου «Τη 15η του μηνός Αυγούστου.

Στίχοι : Δέν εἶναι παράδοξο ποῦ πεθαίνει ἡ κοσμοσώτειρα Κόρη, ἀφοῦ καί ὁ Υἱός της, ὁ πλάστης τόν κόσμου, πέθανε σωματικά.

Όταν ο Χριστός ο Θεός μας αποφάσισε να καλέσει κοντά του τη Μητέρα του, τρεις ημέρες νωρίτερα της γνωστοποίησε με άγγελο την από τη γη μετάσταση της.

Λέγεται, ότι ο Άγγελος που της έφερε την αγγελία της κοιμήσεως, ήταν και πάλι ο Γαβριήλ, ο οποίος άλλοτε της είχε φέρει το μεγάλο μήνυμα του Ευαγγελισμού.

«Εἶναι καιρός», είπε ο Χριστός ο Θεός μας, «νά καλέσω κοντά μου τή Μητέρα μου. Μήν ἀνησυχεῖς λοιπόν καθόλου γί αὐτό, ἀλλά δέξου τήν εἴδηση μέ χαρά, ἀφοῦ ἔρχεσαι πρός τήν ἀθάνατη ζωή».

Εκείνη, με τον πόθο της μετάστασης της προς τον Υιό της, ανέβηκε με προθυμία στο Όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί (γιατί συνήθιζε ν’ ανεβαίνει συνέχεια σ’ αυτό για να προσεύχεται).

Στη διάρκεια δε της προσευχής συνέβη και ένα θαυμαστό γεγονός: Τα δέντρα του όρους λύγιζαν από μόνα τους και σαν έμψυχοι δούλοι απέδιδαν την προσήκουσα τιμή στη Δέσποινα.

Μετά από την προσευχή, επιστρέφει στο σπίτι της και αμέσως συγκλονίζεται ολόκληρη. Αφού πρώτα άναψε πολλά φώτα κι ευχαρίστησε το Θεό, προσκαλεί τους συγγενείς της και τους γείτονες.

Σκουπίζει όλο το σπίτι, ετοιμάζει το νεκρικό κρεβάτι και όλα τα απαραίτητα για την ταφή.

Γνωστοποιεί όσα της είπε ο άγγελος για τη μετάστασή της στους ουρανούς και για να επιβεβαιώσει τα λόγια της, δείχνει το σύμβολο πού της είχε δώσει: ένα κλάδο φοίνικα.

Οι γυναίκες πού είχαν προσκληθεί, όταν άκουσαν αυτά έβρεχαν το πρόσωπο τους με δάκρυα, θρηνούσαν και κραύγαζαν με σπαραγμό. Μόλις σταμάτησαν να κλαίνε, την παρακαλούσαν να μη τις αφήσει ορφανές.

Η Παναγία όμως διαβεβαίωνε ότι όχι μόνον αυτές, αλλά και όλο τον κόσμο -όταν μεταστεί- θα προστατεύει και θα επιβλέπει.

Με τα παρηγορητικά αυτά λόγια πού έλεγε προς τους παρευρισκόμενους απάλυνε το μέγεθος της λύπης τους.

Κατόπιν κανόνισε για τους δύο χιτώνες της, ώστε να πάρει από έναν η καθεμιά από τις φτωχότερες χήρες πού την επισκέπτονταν συχνά και τις γνώριζε και έπαιρναν απ’ αυτήν τα προς το ζην.

Ενώ λοιπόν έτσι διευθετούσε και κανόνιζε τα θέματα, ακούγεται ξαφνικά ήχος δυνατής βροντής και γίνεται συγκέντρωση πολλών νεφελών, πού από τα πέρατα του κόσμου μετέφεραν στο σπίτι της θεομήτορος τους Μαθητές του Χριστού.

Μεταξύ αυτών ήταν και οι θεόσοφοι Ιεράρχες Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, μαζί και ο Ιερόθεος και ο Τιμόθεος.

Οι οποίοι, μόλις έμαθαν το λόγο της εκεί άμεσης σύναξης και παρουσίας, είπαν προς τη Μητέρα του Χριστού τα επόμενα: «Βλέποντάς σε, Δέσποινα, να μένεις στον κόσμο, ήταν σα να βλέπαμε τον ίδιο τον Κύριο και Διδάσκαλο μας και παίρναμε θάρρος.  Τώρα όμως πώς θα σηκώσουμε το γεγονός πού θα συμβεί; Επειδή, εντούτοις, με απόφαση του Υιού και Θεού σου θα μεταστείς προς τα υπερκόσμια, χαιρόμαστε για όσα έχουν ρυθμιστεί για σένα».

Λέγοντας αυτά έτρεχαν τα δάκρυα από τα μάτια τους. Η δε Μαρία η Θεοτόκος τους είπε: «Φίλοι και μαθητές του Υιού μου και Θεού, μη μεταβάλλετε τη δική μου χαρά σε πένθος.
Αλλά κηδέψτε το σώμα μου, όπως εγώ θα το τακτοποιήσω στο νεκρικό κρεβάτι».

Όταν όλα αυτά ειπώθηκαν, φτάνει και ο θεσπέσιος Παύλος, το «σκεῦος τῆς ἐκλογῆς», ο οποίος πέφτοντας στα πόδια της Θεομήτορος την προσκύνησε.

Και αρχίζοντας να μιλάει την εγκωμίαζε με πολλούς επαίνους λέγοντας: «Χαῖρε, Μητέρα τῆς ζωῆς καί τοῦ κηρύγματός μου τό βάθρο. Γιατί ἔστω κι ἄν ἐγώ δέν εἶδα τό Χριστό στή γῆ, βλέποντας ἐσένα, νόμιζα πῶς βλέπω ἐκεῖνον».

Μετά απ’ αυτό η Παρθένος τους χαιρέτισε όλους. Ξαπλώνει στο νεκρικό κρεβάτι και τακτοποιεί το πανάχραντο σώμα της, όπως ήθελε. Προσεύχεται για την προστασία του κόσμου και τον ειρηνικό τρόπο ζωής των ανθρώπων.

Δίνει άφθονη την ευλογία της στους παρευρισκόμενους και στη συνέχεια παραδίδει το πνεύμα της στα χέρια του Υιού και Θεού.

Αμέσως αρχίζει τους εξόδιους ύμνους ο Πέτρος. Άλλοι από τους αποστόλους σηκώνουν το νεκρικό κρεβάτι, άλλοι προπορεύονται με λαμπάδες και υμνωδίες, ενώ άλλοι ακολουθούν, οδηγώντας το θεοδόχο σώμα προς τον τάφο.

Τότε, ακριβώς τότε, ακούγονταν και άγγελοι να υμνούν και φωνές των υπερκόσμιων τάξεων γέμιζαν τον αέρα.

Βλέποντας αυτά οι άρχοντες των Ιουδαίων, αφού υποκίνησαν κάποιους από τον όχλο, τους έπεισαν να επιχειρήσουν να ανατρέψουν το νεκρικό κρεβάτι, πάνω στο οποίο είχε τεθεί το ζωαρχικό σώμα και να το ρίξουν κάτω.

Όμως αυτούς τους τολμητίες πρόφτασε η θεία Δίκη και τους τιμώρησε όλους με τύφλωση των ματιών τους. Σ’ έναν μάλιστα απ’ αυτούς του στέρησε και τα δύο του χέρια, επειδή επιτέθηκε με μεγαλύτερη μανία και τόλμησε να αγγίξει την ιερή εκείνη κλίνη.

Αυτός λοιπόν κατάντησε οικτρό θέαμα, διότι τα αυθάδη χέρια του, πού κόπηκαν με το ξίφος της θείας Δίκης, έμειναν αιωρούμενα στην κλίνη, μέχρι πού πίστεψε με όλη του την ψυχή και αφού θεραπεύτηκε, αποκαταστάθηκε όπως ήταν και πριν, με τα δύο του χέρια.

Το ίδιο συνέβη και μ’ αυτούς πού είχαν τυφλωθεί. Μόλις πίστεψαν, ένα μικρό τεμάχιο από το ύφασμα της κλίνης τοποθετήθηκε διαδοχικά στα μάτια τους και τους χάρισε τη θεραπεία.

Οι δε απόστολοι, μόλις έφθασαν στην τοποθεσία Γεθσημανή, τοποθέτησαν στον τάφο το ζωαρχικό της σώμα και παρέμειναν εκεί επί τρεις ημέρες, ακούγοντας ασταμάτητα αγγελικούς ύμνους.

Επειδή όμως κατά θεία οικονομία ένας από τους αποστόλους απουσίασε από την κηδεία του ζωαρχικού σώματος κι έφτασε την τρίτη ημέρα, στενοχωριόταν πολύ και ήταν πικραμένος, διότι δεν είχε κι αυτός αξιωθεί όσα και οι άλλοι συναπόστολοι.

Τότε, μετά από κοινή απόφαση, για χάρη του αποστόλου πού απουσίαζε, άνοιξαν τον τάφο. Έκριναν όλοι τους ότι έτσι θα προσκυνούσε κι εκείνος το πανάχραντο σκήνωμά της. Βλέποντας όμως μέσα στον τάφο, τα έχασαν!

Υπήρχε μόνο η σινδόνα (Αγία Ζώνη), πού παρέμεινε ως παρηγοριά για εκείνους πού στο μέλλον θα θλίβονταν και για όλους τους πιστούς. Αλλά και ως απόδειξη αδιάψευστη της Μετάστασης της Θεοτόκου.

Διότι μέχρι και σήμερα ο λαξευμένος σε πέτρα τάφος έτσι φαίνεται και προσκυνείται, μένοντας άδειος χωρίς σώμα, προς «δόξαν καί τιμήν τῆς ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας».

Με τις άγιες πρεσβείες της οποίας, Θεέ μας, ελέησε και σώσε μας, ως αγαθός και φιλάνθρωπος πού είσαι. Αμήν.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος ἅ΄.
Ἐν τή γεννήσει τήν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τή κοιμήσει τόν κόσμον, οὐ κατέλιπες Θεοτόκε• μετέστης πρός τήν ζωήν, Μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καί ταῖς πρεσβείαις ταῖς
σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τάς ψυχᾶς ἠμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β΄. Αὐτομελόν.
Τήν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον, καί προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν•ὡς γάρ ζωῆς Μητέρα, πρός τήν ζωήν μετέστησεν, ὁ
μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.

Μεγαλυνάριον
Παρέστης Παρθένε ἐκ δεξιῶν, τοῦ Παμβασιλέως, ὡς βασίλισσα τοῦ παντός, περιβεβλημένη, ἀθανασίας αἴγλην, ἀρθεῖσα μετά δόξης, πρός τά οὐράνια.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here