Ο Όσιος Βάρβαρος τιμάται στις 15 Μαΐου.

Ήταν βάρβαρος Κουρσάρος

Ο Άγιος Βάρβαρος ήταν στην αρχή πράγματι βάρβαρος. Αυτός καταγόταν από τα μέρη της Πενταπόλεως της Αιγύπτου.

Ο Άγιος Βάρβαρος ήταν αιθίοπας, αράπης δηλαδή, άλλα και πολύ ρωμαλέος. Γεννήθηκε γύρω στο 800 μ. Χ. Οι γονείς του φαίνεται να ήσαν Χριστιανοί.
Δυστυχώς όμως αυτός ήταν σκληροκέφαλος. Έμεινε σκληρός στην καρδιά.

Γι’ αυτό άλλωστε και όταν μεγάλωσε, μπήκε σε μια ληστρική συμμορία Αράβων.
Ήταν επί των ήμερων του Μιχαήλ του Τραυλού, πού βασίλευε το 820 – 829. Σε μια μάχη όμως πού δώσανε με τους Μπαρμπαρέσους (Άραβας)

σκοτώθηκαν όλοι οι σύντροφοι του και αυτός πιάστηκε αιχμάλωτος. Έζησε πολλά χρόνια αιχμάλωτος.

Τον βασάνιζαν και τον τιμωρούσαν. Τα βάσανα όμως και οι θλίψεις του μαλάκωσαν την καρδιά. Τώρα σκεπτότανε όσα του λέγανε οι γονείς του, για τον Χριστό,
για τη θρησκεία, για την ψυχή του και προσευχότανε στο Θεό, να τον βγάλει από την σκλαβιά.

Η απελευθέρωσης του από την αιχμαλωσία

Ο αρχηγός των Μπαρμπαρέσων επιχείρησε να καταλάβει την Κέρκυρα. Αλλά απέτυχε. Κατόπιν ο Καπετάν Πασάς, με τα στρατεύματά του, και πολλούς αιχμαλώτους, ξεκίνησε για την Πρέβεζα. Περνώντας όμως από την Βόντισα σταμάτησαν σ’ ένα τόπο, πού το έλεγαν Νησί.

Κατεβαίνοντας όμως από το πλοίο ο Βάρβαρος, μπήκε σ’ ένα λάκκο και κρύφτηκε. Οι άλλοι έφυγαν και αυτός έμεινε πια ελεύθερος. Περιεφέρετο μόνος στα μέρη εκείνα σαν θηρίο ανήμερο, και ήταν το φόβητρο της περιοχής.

Γίνεται Ασκητής

Η κακοποιός αυτή δράσις του, συνεχιζόταν, μέχρις ότου μία μέρα «εἰσῆλθε εἰς τόν ναόν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἐν τόπω Νύσα καλουμένω».

Την ώρα αυτή της λειτουργίας μετανόησε οριστικά. Κατηχήθηκε από τον ιερέα και βαπτίσθηκε. Κατόπιν πήγε σε μια σπηλιά κοντά στο χωριό Τρύφο.

Σ’ αυτή την σπηλιά κάθισε και σκέφθηκε να γίνει ασκητής, για να σώσει την ψυχή του, και να του συγχωρήσει ο Θεός τα αμαρτήματα του.

Αντιμετώπιζε εκεί την πείνα τρώγοντας άγρια χόρτα της γης. Έσβηνε την δίψα του με καθαρό νερό, πού βρήκε σε μια πηγή κοντά στη σπηλιά του.

Ταλαιπωρούσε πολύ τον εαυτό του. Ώρες ολόκληρες, νύχτα και μέρα, προσευχόταν στον Κύριο μέσα, στην σπηλιά του, για να μη τον δει κανείς περαστικός. Ασκήτεψε έτσι τρία χρόνια.

Μετά όμως από μερικές ημέρες, είδε τον Βάρβαρον κάποιος κυνηγός και έφερε την είδηση στο χωριό. Ο κυνηγός, κατάλαβε ότι πρόκειται για Άγιον άνθρωπο και κήρυξε στο χωριό.

Μόλις όμως οι δύο Ιερείς, ο Ιωάννης και Δημήτριος άκουσαν, είπαν, ότι κάποιος σκλάβος είναι πού ξέφυγε ή κάποιος ζητιάνος, πού ξέπεσε σε αυτή την σπηλιά.

Έτρεξαν τότε προς τον Άγιο, λες και, μία θεία δύναμις τους έσπρωχνε να τον συναντήσουν. Όταν βρήκαν τον Άγιο, έμαθαν άτι αυτόν όλα τα καθέκαστα όσα είχαν γίνει.

Παρακαλούν τότε αυτόν να πάει μαζί τους στο χωριό. Αυτός όμως δεν θέλει. Λέγουν στον, Άγιο να λύση την αλυσίδα απ τον λαιμό του, που είχε, γιατί έτσι είχαν όλοι οι αιχμάλωτοι, αλλά αυτός πάλι δεν θέλει. Αποκρίνεται δε με βαθειά ταπείνωση στους δύο ιερείς.

-Η αλυσίδα τους λέγει είναι το ολόχρυσο στολισμό μου. Με αυτήν έδεσα την σάρκα μου και υπέταξα αυτήν στο πνεύμα. Η σπηλιά είναι το ωραιότατο παλάτι μου.
Δεν είμαι μονάχος.

Εδώ στη έρημο συνομιλώ με την προσευχή μου κάθε μέρα με τον λυτρωτή μου Χριστό. Αφήστε με, σας παρακαλώ να τελειώσω εδώ τον αγώνα μου και να σώσω την ψυχή μου.

Μετά από αυτά, πού άκουσαν οι ιερείς, δεν επέμειναν περισσότερο. Τον άφησαν στο θέλημά του. Όταν όμως επέστρεψαν στο χωριό, έστελναν κάθε Σάββατο στον Άγιο ψωμί.

Έμεινε έτσι ο όσιος ασκητής στην έρημο δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνιοι. Ερχόταν στο χωριό κάθε Μεγάλο Σάββατο κρυφά για να κοινωνήσει. Έμεινε δε τότε μέσα στο Άγιο Βήμα. Μετά από τον Εσπερινό της Αναστάσεως το βράδυ, έφευγε πάλι και πήγαινε στη σπηλιά του, οπού ασκήτευε.

Την αλυσίδα όμως την κράτησε επάνω του δεμένη σ’ ολόκληρη την ζωή του. Κανένας ποτέ δεν τον γνώρισε, εκτός από τους ιερείς, τους γέροντες και τον πνευματικό της Μονής της Πόρτας, Ματθαίον ονόματι.
Πως εκοιμήθη

Αναχώρησε για να συνάντηση τον Κύριον στις 23 Ιουνίου. Τον φόνευσαν μερικοί κυνηγοί εκ Νικοπόλεως κατά λάθος. Νόμισαν, ότι επρόκειτο περί θηρίου.
Έτσι θέλησε ο Θεός να τον πάρει από την σκληρή άσκηση και να τον φέρει στον Παράδεισο της τρυφής.

Κατά την ίδια εκείνη νύχτα, πού εκοιμήθη ο Άγιος, ο Κύριος φανέρωσε τον θάνατον του στον πνευματικό του πατέρα Ματθαίο.

Μάζεψε, του είπε, το πρωί όλους τους πατέρας του Μοναστηρίου σου και να πάτε να κηδέψετε τον Όσιο Βάρβαρο.

Το ίδιο όμως γεγονός είδαν στον ύπνο τους και ο ηγούμενος της Αγίας Τριάδος, Νεκτάριος και ο Ηγούμενος του Προφήτη Ηλία στην Δραγανή, Ευθύμιος.
Θαυματουργεί στην κηδεία του.

Έτσι μαζεύτηκαν, για να πάνε να δώσουν τον τελευταίο ασπασμό στον Όσιο. Επειδή όμως διαδόθηκε το γεγονός και στα περίχωρα, έτρεξαν οι Χριστιανοί, απ’ τα χωριά του Ξηρόμερου, μικροί και μεγάλοι να ασπασθούν τον Άγιο.

Συγκεντρώθηκαν όλοι εκεί, σήκωσαν το Άγιο Λείψανο με πολλή τιμή, με λαμπάδες, ψαλμωδίες και το μετέφεραν στο χωριό Τρύφο.

Όταν όμως άφησαν τούτο στη γη, έγινε ένα καταπληκτικό θαύμα. Βρισκόταν εκεί και κάποια γυναίκα: πού ήταν τυφλή επί επτά χρόνια.

Αυτή αμέσως μόλις ασπάστηκε το Άγιο Λείψανο, βρήκε το φώς της και έβλεπε, όπως και πρώτα. Πετούσε από την χαρά της η γυναίκα και δόξαζε το Θεό και τον Άγιο Βάρβαρο.

Όταν είδαν το Θαύμα αυτό οι άνθρωποι του χωρίου, δόξαζαν και αυτοί τον Θεόν, πού χάρισε σε αυτούς έναν τέτοιο θησαυρό. Έτρεξαν τότε και πολλοί άρρωστοι και θεραπεύθηκαν.

Μετά από αυτά έψαλαν την νεκρώσιμη ακολουθία στο λείψανο του Όσιου, όπως έπρεπε,, και το έθαψαν με τιμές.

Έβγαλαν και την αλυσίδα: τότε από τον λαιμό του Αγίου και την κρέμασαν στον τάφο του, για να φαίνεται έτσι το θεληματικό μαρτύριο του Αγίου. Τα λείψανα του έμειναν εκεί στο Τρύφο εφτακόσια περίπου χρόνια.

Στίχος
Βάρβαρον οὐχί, εὐγενῆ δέ δεικνύει, ἡ μυρόβλυσις ἐκ τάφου τού σου, Πάτερ.

Στίχος
Ἤν Βάρβαρος μέν δοῦλος ἐν γῆ σύν πόνοις ἐλεύθερος νῦν δ’ οὐρανῶ χαίρων πέλει. Εἰκάδι ἠδέ τρίτη γέ πέπαυται Βάρβαρος ἄθλων.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ´.
Μαρτυρικὸν ἀγῶνα γενναίως ἠγώνισαι, ἀσκητικῷ δὲ πόνῳ τὸν βίον διήνυσας ὅσιε Βάρβαρε· διὸ τὴν χάριν ἐδέξω διπλῆν, διὰ μὲν τοῦ λειψάνου ἀσθενείας διώκων, τῇ ψυχῇ δὲ συγχαίρων τῷ Χριστῷ, ὃν δυσώπει, ὑπὲρ ἡμῶν τῶν αἰσίως τιμώντων σε.

Κοντάκιον Ἦχος β´. Τὰ ἄνω ζητῶν
Τὸ σῶμα τὸ σὸν τῇ γῇ ὑποτίθεται, τὴν σὴν δὲ ψυχὴν ὁ κτίστης κομίζεται, καὶ τὸ μὲν ἀσθενέσιν ὑγείαν πᾶσι χαρίζεται, ἡ δὲ Χριστὸν ἱκετεύει λυτρώσασθαι, πυρὸς αἰωνίου τοὺς τιμῶντάς σε.

Κάθισμα Ἦχος πλ. δ´. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον
Τῆς ἀγάπης καὶ πόθου ὃν εἰς Χριστόν, κατὰ Παῦλον τρισμάκαρ ἔσχες στεῤῥῶς, οὐδέν σε ἀπεχώρισεν, οὐ τυράννων τὰ φόβητρα, οὐ τῶν βασάνων ὄχλος, ἐρήμου τὸ ἄγριον, κλυδωνισμὸς χειμώνων, καὶ θέρους τὸ κάταυχμον, ἀλλὰ τῆς ἀγάπης, τοῦ Χριστοῦ τίς ἰσχύσει, χωρίσαι με ἔλεγες· ὅθεν ταύτης ἀχώριστος, οὐρανῷ τ᾿ ἀνιπτάμενος, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τῶν οὐρανίων, καὶ ἀϊδίων ἐφιέμενος Βάρβαρε, κατεφρόνησας τὰ ῥέοντα· καὶ σῶμα θνητόν, ψυχὴν δ᾿ ἀθάνατον γιγνώσκων, οὐκ ἐφείσω τοῦ πηλοῦ πάσχοντος ὅλως· τὴν ψυχὴν δὲ ἐκήδου τηρῆσαι ἀλώβητον· ὅθεν καὶ τῆς μακαρίας καὶ ἀϊδίου ἠξίωσαι ζωῆς· ἧς καὶ ἡμεῖς ταῖς πρεσβείαις σου παμμακάριστε ἀξιωθείημεν οἱ τιμῶντές σε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις ἡ ὁμὰς τῶν Μυροβλυτῶν, Βάρβαρε καὶ Σίμων, τῆς Σερβίας ὁ Συμεών· Νεῖλε, Θεοδώρα, Φιλίππου Ἑρμιόνη, Δημήτριε, Λεόντιε καὶ Θεόφιλε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τίς ἰσχύει χάριν σου ἐξειπεῖν; μύρων μυροῤῥόα, καὶ θαυμάτων τὴν πληθύν; ποίαν γὰρ τῶν νόσων, οὐ λύει τὸ σὸν μύρον;τί δὲ τῶν λυπηρῶν τε σὴ χάρις Βάρβαρε;

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις αἰχμαλώτων ὁ λυτρωτής· χαίροις ἀσθενούντων, ὁ ταχύδρομος ἰατρός· χαίροις ὁ στεφάνοις ἀθλητικοῖς, παμμάκαρ, στεφθεὶς παρὰ Κυρίου, Ὅσιε Βάρβαρε.

Πηγή: Από το βιβλίο «Αιτωλοακαρνάνες Άγιοι»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here