Ο Όσιος Δανιήλ ο Στυλίτης εορτάζει στις 11 Δεκεμβρίου.

Ο Όσιος Δανιήλ ήταν Σύρος την καταγωγή. Γεννήθηκε το 409 εις Μαραθά των Σαμωσάτων. Ήταν υιός του Ηλία και της Μάρθας. Αυτοί ήσαν πρώτα άτεκνοι και είχαν μεγάλη λύπη.

Η Μητέρα του κάποια νύχτα προσευχήθηκε θερμά στον Δέσποτα και Δημιουργό πάσης της κτίσεως να της χαρίσει ένα τέκνο και αυτή θα του το αφιερώσει. Δεν πέρασε πολύς καιρός και η θερμή προσευχή της εισακούσθηκε. Έμεινε έγκυος και γεννήθηκε ο Δανιήλ.

Από μικρός στο Μοναστήρι

Όταν το παιδί έγινε πέντε χρονών, το επήγαν οι γονείς του σε ένα Μοναστήρι και το αφιερώσανε στο Θεό, σύμφωνα με την υπόσχεση τους. Ο Ηγούμενος όμως δεν το κράτησε τότε εις την Μονή.

Ήθελε να μεγαλώσει πρώτα το παιδί και υστέρα με απόφαση του να γίνει η αναχώρησης άπα τον κόσμο. Με την θέληση του δηλαδή το παιδί να πάει στο Μοναστήρι. Πράγματι!

Όταν έφθασε σε μεγαλύτερη ηλικία, περιφρόνησε συγγενείς και φίλους, πλούτη και δόξα και όλα τα ευχάριστα του κόσμου τούτου, για την αγάπη του Κυρίου. Έφυγε και επήγε στο Μοναστήρι. Εκεί έπεσε στα πόδια του Ηγούμενου.

Τον παρακαλούσε επιμόνως να του κάμει την κουρά του μοναχού. Ο Ηγούμενος στην επιμονή του παιδιού κάμφθηκε και τον κράτησε. Άρχισε, λοιπόν, αμέσως τη ζωή του Μοναστηριού ο Δανιήλ, με ζήλο και αφοσίωση. Είχε μεγάλη υπακοή και φώτιση.

Ξεπέρασε όλους τους άλλους μοναχούς στα καθήκοντά του και στην αρετή. Οι γονείς του, όταν έμαθαν την εκπληκτική πρόοδο του, χάρηκαν πολύ και με την πρώτη ευκαιρία επήγαν στο Μοναστήρι.

Εκεί παρεκάλεσαν τον Ηγούμενο να τον κάμει μπροστά τους μοναχό. Ήταν ευτυχισμένη ημέρα εκείνη. Χάρηκε και εκείνος πολύ και δοξάζανε τον Θεό όλοι τους.

Πως γνώρισε τον Συμεών τον Στυλίτη

Έμεινε ο Δανιήλ αρκετά έτη εις το Κοινόβιο του Μοναστηρίου. Ύστερα επεθύμησε να υπάγει στα Ιεροσόλυμα να προσκύνηση ευλαβικά τους Αγίους τόπους.

Περισσότερο όμως ήθελε για να δει τον θαυμάσιο Συμεών τον Στυλίτη και να πάρει την ευλογία του.

Ο Ηγούμενος ήθελε να πάει στην Αντιόχεια για εκκλησιαστικές υποθέσεις, έτσι πήρε στην συνοδεία του τον Δανιήλ και κάποιους μοναχούς. Καθώς έφτασαν στον τόπο που ασκήτευε ο Συμεών του μίλησαν, εκείνος έσκυψε από το ύψος και τους είπε να βάλουν σκάλα να ανεβούν.

Αλλά οι άλλοι δεν θέλησαν. Προφασίσθηκαν άλλοι ότι ήταν αδιάθετοι, άλλοι ότι ήταν ηλικιωμένοι και άλλοι άλλες αιτίες. Ο θαυμάσιος όμως Δανιήλ, έτρεξε πρόθυμα και ανέβηκε.

Ο Μέγας Συμεών τον ευλόγησε και του προφήτευσε την μέλλουσα αρετή του, λέγοντας :

— Ανδρίζου, τέκνον, διότι πολλούς πόνους και βάσανα θα υπομείνης δια τον Κύριον. Αυτός θα σου δώση την δύναμιν, την υγεία και την βοήθεια, να νικήσης έως τέλους τον δαίμονα.

Όταν, επήρε την ευχή ο Δανιήλ, κατέβη και συνέχισε με τους άλλους τον δρόμο τους…

Ύστερα από λίγο καιρό, εκοιμήθη ο Ηγούμενος. Όλοι οι μοναχοί παρακλούσαν τον Δανιήλ να τον ψηφίσουν Ηγούμενο, αλλά αυτός δεν ήθελε, για να μην έχει φροντίδες και μέριμνες. Επειδή όμως τον ανάγκαζαν να δεχτεί, έφυγε κρυφά και πήγε στον αγαπημένο του Συμεών.

Η παρακοή

Εκεί έμεινε μαζί του λίγες ημέρες. Κατόπιν του ζήτησε συγχώρηση να πάει στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσει τους Αγίους τόπους και εν συνεχεία να μείνει μέσα βαθειά στην έρημο. Ο Συμεών όμως τον εμπόδισε, λέγοντας, ότι είναι κίνδυνοι από τον πόλεμο των Βαρβάρων.

Ο Δανιήλ δεν υπάκουσε και ξεκίνησε, έχοντας την ελπίδα του στον Κύριο. Στο δρόμο όμως, που πήγαινε, παρουσιάζεται ένας λευκογέννης μοναχός, ο οποίος τον απέτρεπε να πάει στα Ιεροσόλυμα γιατί υπάρχει μεγάλη φασαρία.

Ο Δανιήλ όμως επέμενε στην επιθυμία. Τότε στον δρόμο τους βρήκαν ένα Μοναστήρι και αποφάσισαν να μείνουν εκεί. Ο γέροντας όμως του είπε να πάει αυτός και να έρθει και εκείνος σε λίγο.

Όμως ο γέροντας όλη μέρα δεν φάνηκε, παρά μόνο στον ύπνο του Δανιήλ και του λέγει να υπάγει γρήγορα στο Βυζάντιο, όπως τον συμβούλεψε και ξύπνιο. Ο Δανιήλ, όταν σηκώθηκε το πρωί, αναρωτιόταν τι να ήταν αυτός, που φάνηκε στο δρόμο του, άνθρωπος, ή άγγελος.

Και αμέσως, θεία χάριτι, κατάλαβε, ότι ήταν ο φίλος του Συμεών, που τον συμβούλεψε να πάει στην Κωνσταντινούπολη για να ωφεληθούν πολλοί απ’ αυτόν.

Στη φωλιά των δαιμόνων

Έφυγε τότε και έφθασε στο Βυζάντιο το 451 σε ηλικία 42 ετών. Έμεινε στο Ναό του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, επί της Ευρωπαϊκής ακτής του Βοσπόρου.

Εκεί έμαθε, ότι σε ένα άλλο μέρος ψηλά, που λεγόταν Ανάπλους, κοντά στην Προποντίδα ήτο ναός ειδωλολατρικός, που κατοικούσαν πονηρά πνεύματα.

Αυτά με χαιρεκακία και δαιμονικές ενέργειες έπνιγαν τους πλέοντας στην θάλασσα, κακοποιούσαν τους οδοιπόρους και ζημίωναν τον κόσμο παντοιοτρόπως.

Θέλησε, λοιπόν, ο ακούραστος Δανιήλ, να μιμηθεί τον Μέγα Αντώνιο και επήγε σ’ αυτόν τον ναό, κρατώντας τον σταυρόν του Χριστού, ως όπλον αήττητο και ψάλλοντας:

— Κύριος φωτισμός μου και Σωτήρ μου τίνα φοβηθήσομαι;

Σφράγισε, λοιπόν, τις τέσσερες γωνίες του ναού, με το σημείο του Τιμίου Σταυρού, κάνοντας όσες μετάνοιες μπορούσε.

Την νύχτα ήλθε ο άρχων του σκότους, ο δαίμων, και έκανε μεγάλο σαματά, ρίχνοντας πέτρες ο τρισκατάρατος, για να σκοτώσει τον Δανιήλ ή και να προκαλέσει τρόμο στην ψυχή του.

Αλλ’ ο Άγιος στεκόταν ατάραχος και προσευχόταν. Πέρασε η πρώτη και η δεύτερη νύχτα με τον άγριο αυτό πόλεμο του Σατανά. Το κακό όμως δεν σταμάτησε. Την τρίτη νύχτα παρουσιάζονταν οι δυνάμεις του πονηρού Διαβόλου σαν κάτι πελώριοι και μαύροι άνθρωποι, φοβεροί στην μορφή.

Αυτοί, τον φοβέριζαν αλλά ο Άγιος έμενε ατάραχος. Βλέποντας όμως ότι ήταν φορτικοί και αδιάντροποι και τον ενοχλούσαν, ελπίζοντας πως θα τον λύγιζαν, έκλεισε αυτός όλες τις πόρτες και τα παράθυρα, για να δείξει, ότι δεν τους φοβάται.

Άφησε μόνον μια μικρή θυρίδα ανοιχτή, για να ομιλεί με τους πιστούς, που ήρχοντο σ’ αυτόν και για να παίρνει από εκεί και λίγη τροφή. Έτσι λοιπόν, με νηστείες και προσευχές, νίκησε τούς δαίμονας.

Συνέτριψε όλες τις μηχανορραφίες τους, τα σατανικά τεχνάσματά τους και την φοβερή επιμονή τους με την δύναμιν του Εσταυρωμένου. Έτσι τελικά νικημένοι τον άφησαν.

Έμεινε κατόπιν ο τόπος αυτός ελεύθερος και δεν έβλαπταν κανέναν πλέον οι δαίμονες, όπως έκαναν πρώτα. Έμεινε εκεί εννέα χρόνια.

Καλείται να ανεβεί στο Στύλο

Κατόπιν η θεία Πρόνοια τον κάλεσε σε τελειότερη άσκηση, σε υψηλότερα σκαλοπάτια Μοναχικού Βίου και του φανέρωσε τα μέλλοντα ολοφάνερα. Είδε ένα στύλο από νεφέλη πολύ υψηλό.

Στην κορυφή του στεκόταν ο θαυμαστός Συμεών, με δύο αστραποφόρους νέους και του λέγει:

– Ανέβα, Δανιήλ, σε μένα.

Ο Δανιήλ και κατάλαβε, ότι το όραμα ήταν από τον Θεό. Τον προσκαλούσε ν’ ανεβεί στο στύλο. Στον καιρό εκείνο, απέθανε ο Συμεών ο στυλίτης. Ο μαθητής του ο Σέργιος, επήρε το κουκούλιο του κατ’ το πήγαινε στον βασιλέα ως δώρο πολύτιμο.

Γι αυτό ξεκίνησε ο Σέργιος να πάει στη Μονή των Ακοίμητων να προσκυνήσει. Καθώς, λοιπόν, πλησίαζε στον τόπο του Δανιήλ, άκουσε την φήμη του οσίου. Σε όλα τα περίχωρα διηγιόνταν τη θαυμάσια άσκηση του Οσίου.

Αμέσως σκέφθηκε να τον δει. Επήγε εκεί με την συνοδεία του. Τότε έμαθε ο Δανιήλ τον θάνατον του Συμεών. Αμέσως και αυτός διηγήθηκε στον Σέργιο το όραμα, που είδε. Τότε ο Σέργιος κατάλαβε, ότι ήτο θέλημα Θεού, να γίνει ο Δανιήλ διάδοχος του Συμεών.

Γι αυτό έδωκε σ’ αυτόν το κουκούλιο. Κατόπιν ο Σέργιος έψαξε για τόπο κατάλληλο για να φτιάξουν τον στύλο. Και με θεία φώτιση ο Σέργιος βρήκε τον τόπο και άρχισαν εκεί να χτίζουν τον στύλο. Μόλις τον έφτιαξαν ανέβηκε ο Δανιήλ στον στύλο προσευχόμενος στον Κύριο.

Ο Δανιήλ έμεινε επάνω στο Στύλο και με την προσευχή του έκανε πολλά θαύματα και πολλοί ασθενείς βρήκαν την υγεία τους.

Περίεργη η χειροτονία του

Ο Βασιλεύς του Βυζαντίου, φωτιζόμενος από το Άγιο Πνεύμα, ζήτησε από τον Πατριάρχη Γεννάδιο, να χειροτονήσει τον Όσιο ιερέα. Ο Γεννάδιος με την ακολουθία του, επήγε με χαρά στον στύλο. Ο Όσιος όμως, σαν προορατικός που ήτο, γνώρισε όσα είπε ο βασιλεύς στον Πατριάρχη.

Ο Πατριάρχης παρακαλούσε τον Άγιο να βάλουν σκάλα να πάει επάνε να μιλήσουν αλλά ο Άγιος αρνιόταν. Τότε διέταξε τον αρχιδιάκονο να ειπεί τα ειρηνικά.

Ο δε Πατριάρχης, είπε τις ευχές της χειροτονίας και έτσι χειροτόνησε τον Όσιο, πρεσβύτερο, με τον ασυνήθιστο αυτόν τρόπο. Ο δε λαός από κάτω φώναξε:

— Άξιος της Ιερωσύνης.

Έπειτα, αφού τελείωσε τη λειτουργία ο Γεννάδιος, είπε προς τον Όσιο:

— Ιδού, έλαβες τα σύμβολα της Ιερωσύνης, διότι ο λαός όταν φώναξε το Άξιος, τότε ο Θεός αντί για. μένα, σε χειροτόνησε. Μη λοιπόν φανείς παρήκοος του θείου θελήματος, αλλά βάλε τη σκάλα να σε κοινωνήσω τα θεία Μυστήρια.

Τότε ο Άγιος πίστεψε, ότι δεν γινόταν η πράξης αυτή χωρίς την θέληση του Θεού, και δέχθηκε όλον τον λαό και τους απέλυσεν όλους εν ειρήνη.

Ο Όσιος όμως με την τόση σφοδρότητα των άνεμων και των χιονών αντείχε. Γι αυτό αξιώθηκε από τον Θεό να κάνει μεγάλα σημεία και θαύματα. Γνώριζε δε ο Όσιος και τα μέλλοντα να συμβούν. Είχε λάβει το προορατικό χάρισμα. Και πολλά θαύματα έκανε ο Άγιος εν ζωή.

Έρχεται στην Πόλη δια να στηρίξει τους Ορθοδόξους

Κάποτε ο Βασιλίσκος, άρπαξε το σκήπτρο της βασιλείας και κήρυξε πόλεμο κατά της Εκκλησίας. Έλεγε εκείνος λόγια βλάσφημα και φοβερά κατά της ενσαρκώσεως του Ιησού Χριστού. Σχεδίαζε μάλιστα να θανατώσει τον Πατριάρχη Ακάκιο.

Ο Πατριάρχης ήτο εναντίον του και δεν άφησε τους πιστούς ν’ ακολουθήσουν την αίρεση του. Μαζεύτηκαν λοιπόν, τότε πλήθος πολύ, λαϊκοί και μοναχοί και εφύλαττον τον Πατριάρχη να μη τον δολοφονήσουν.

Συγχρόνως έστειλαν και επιστολές καθώς και πήγαν επίσκοποι προς τον Δανιήλ, παρακαλώντας τον να κατέβει και να βοηθήσει την Εκκλησία. Τους λυπήθηκε. Δεήθηκε, λοιπόν, στον Θεό, να του φανέρωση τι να κάμει στην υπόθεση αυτή.

Καθώς προσευχόταν, λοιπόν, άκουσε φωνή να του λέγει, να κατεβεί από τον στύλο και πάλιν να γυρίσει…. Τοιουτοτρόπως, λοιπόν, ο Όσιος, ανεδείχθει νικητής εις τον πόλεμο υπέρ της Ορθοδοξίας.

Έκαμε στην Πόλη πολλά θαύματα, προφήτευσε τα μέλλοντα και κατόπιν επέστρεψε πάλι εις τον στύλο του, για ν’ αγωνιστεί τον ασκητικό του αγώνα. Έπειτα από λίγες ημέρες εξεδίωξαν τον Βασιλίσκο από τον θρόνο, καθώς προφήτευσε ο Όσιος και ανέλαβε πάλιν βασιλεύς ο Ζήνων.

Ο Ζήνων βλέποντας αληθινές όλες τις προφητείες του Αγίου, επήγε με την βασίλισσα, για να τον ευχαριστήσουν, όπως έπρεπε.

Η διαθήκη του

Προεγνώρισε μάλιστα ο Όσιος και την προς τον Κύριο εκδημία του. Έγραψε και την διαθήκη του, που έλεγε:

— Εγώ, τέκνα μου και αδελφοί μου, πηγαίνω προς τον κοινό ημών Πατέρα.

Πλην, δεν σας αφήνω ορφανούς, αλλά την φροντίδα σας αφήνω εις την Πρόνοιαν του Ουρανίου Πατρός μας, ο οποίος έκανε τα πάντα εκ του μηδενός με μόνον τον λόγον του και εσαρκώθη δια την σωτηρίαν μας. Αυτός, λοιπόν, ως φιλάνθρωπος θα σας διαφυλάττη εις ομόνοιαν πνεύματος.

Αυτός θα σας διαφυλάττη και από τον πονηρόν, θα σας συγχωρή σαν πατέρας, σε κάθε τι που σφάλλετε. Έχετε ταπεινοφροσύνην, υπακοήν και φιλοξενίαν. Μη αμελήτε την νηστείαν, την αγρυπνίαν, την ακτημοσύνη και υπεράνω όλων να έχετε αγάπην και την προς τον Θεόν ευσέβειαν.

Να φυλάττεσθε από τα ζιζάνια των αιρετικών. Εάν όλα αυτά τα κάνετε θα γίνετε τέλειοι στην αρετή. Όταν έγραψε αυτά, είπε στους μοναχούς να τα διαβάσουν κάτω από τον στύλο, όπου είχαν συγκεντρωθεί όλοι και έκλαιαν.

Η κοίμηση του

Λέγεται ότι είχε συμβεί το έξης Θαυμάστο: Τρεις ημέρες πριν να πεθάνει, ήλθον εις τον στύλον, προς επίσκεψιν του Αγίου, πάντες οι Άγιοι, ήτοι Απόστολοι, Μάρτυρες και Προφήται, Ιεράρχαι, Όσιοι και Δίκαιοι καθώς και μερικοί άγγελοι.

Αυτοί τον ασπάστηκαν και του είπαν να λειτουργήσει. Πράγματι, λειτούργησε, κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια και έδωσε και σε όσους ήσαν άξιοι.

Όταν δε ο Όσιος έφθασε εις τα τελευταία του, ήτο παρών ο Πατριάρχης, η πιστοτάτη Ραΐς (η Ραΐς ήταν ευσεβέστατη Χριστιανή που παρακάλεσα τον Άγιο να προσευχηθεί ώστε να αποκτήσει τέκνο, όπως και έγινε), καθώς και ένας δαιμονιζόμενος.

Αυτός λοιπόν μόνον, ο δαιμονιζόμενος, έβλεπε τους Αγίους και τους Αγγέλους, που παρευρίσκοντο στον Όσιο και τους μιλούσε καθέναν με το όνομά του. Προείπε δε, ο δαιμονιζόμενος και τα εξής:

— Την τρίτη ώρα της ημέρας πηγαίνει ο Δανιήλ στον Κύριο. Τότε θα εξέλθει και από εμένα το ακάθαρτο πνεύμα, με το θέλημα του Κυρίου.

Πράγματι! Την τρίτη ώρα ο Δανιήλ, έφυγε προς τον Κύριο και ο δαιμονιζόμενος θεραπεύθηκε. Η ευλαβεστάτη Ραΐς ήταν εκεί. Είχε μαζί εις την συνοδεία της πολλούς κτίστες και φρόντισε για την ταφή.

Διέταξε να κατασκευάσουν παραπλεύρως τού στύλου, μίαν εξέδρα, όπου ανέβηκαν οι κληρικοί και οι μοναχοί οι οποίοι έψαλλαν τα εξόδια και κρατούσαν στα χέρια τους λαμπάδες.

Κατόπιν κατέβασαν το Άγιο λείψανο και το έβαλαν σε μολύβδινη θήκη, όπως ο Όσιος είχε παραγγείλει στους μαθητές του. Τους είχε πει:

— Εάν έλθουν βασιλείς ή άρχοντες και φιλονικήσουν να βάλουν το λείψανο μου σε πολύτιμη θήκη μη τους αφήσετε. Να το ενταφιάσει η πιστότατη Ραΐς όπου θέλει.
Τρεις ολόφωτοι σταυροί

Εκείνη την ημέρα ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό. Τότε φάνηκαν τρεις σταυροί ολόφωτοι από αστέρια και στάθηκαν επάνω από το Λείψανο του. Επίσης και μια περιστερά λευκότατη πετούσε επάνω από το λείψανο του.

Φανέρωνε την χάριν του Αγ. Πνεύματος, που το επισκίαζε. Όταν ενταφίασε το Άγιο λείψανο, ο Πατριάρχης, έβαλε επάνω σ’ αυτό τα ιερά λείψανα, των εν Βαβυλώνι τριών παίδων. Έτσι είχε αφήσει παραγγελία ο Όσιος.

Αυτό δε διέταξε σαν ταπεινόφρων που ήτο, για να προσκυνούν οι πιστοί τους Αγίους αυτούς, παρά το λείψανο το δικό του. Και τούτο δια ν’ αποφεύγει την ανθρώπινη δόξα και μετά τον θάνατον ο μακάριος.

Με τέτοια υπεράνθρωπα έργα έλαμψε ο Άγιος. Έζησε σ’ αυτόν τον κόσμο 83 έτη και τρεις μήνες. Εκοιμήθη δε το 493 στις 11 Δεκεμβρίου ημέρα Σάββατο. Οι τρίχες της κεφαλής του, ήσαν πυκνές, χωρισμένες σε τέσσερις πλοκάμους. Ήσαν αρκετά μαύρες. Τα γένια του ήσαν μακριά.

Έγραψε τον βίο του ένας μαθητής του. Το Μοναστήρι του Αγ. Δανιήλ εν τω Στύλω διετηρήθη επί χίλια χρόνια περίπου, τουλάχιστον μέχρι τον ΙΓ΄ αιώνα.

Στίχος
Καὶ γήϊνον πᾶν, ἀλλὰ καὶ γῆν ἐκκλίνων, οἰκεῖ Δανιὴλ πρὶν στῦλον, καὶ νῦν πόλον. Ἑνδεκάτῃ Δανιὴλ στυλοβάμων εὕρατο τέρμα.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄.
Ὑπομονῆς στύλος γέγονας, ζηλώσας τοὺς Προπάτορας Ὅσιε· τὸν Ἰὼβ ἐν τοῖς πάθεσι, τὸν Ἰωσὴφ ἐν τοῖς πειρασμοῖς, καὶ τὴν τῶν ἀσωμάτων πολιτείαν, ὑπάρχων ἐν σώματι. Δανιὴλ Πατὴρ ἡμῶν, Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε
Ὑψώσας τὸ σῶμα σου, ἐπὶ τοῦ στύλου σοφέ, τὸν νοῦν σου ἐπτέρωσας, πρὸς τὸν Θεὸν ἀκλινῶς, βιώσας ὡς ἄγγελος, ὅθεν σὲ στήλην ζῶσαν, εὐσεβείας εἰδότες, κράζοντας σοὶ βοῶμεν, Δανιὴλ Θεοφόρε, Παντοίων ἠμᾶς κινδύνων, πρέσβευε ρύεσθαι.

Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ΄. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως
Ὥσπερ ἀστὴρ πολύφωτος, σὺ ἀναβὰς μακάριε, ἐπὶ τοῦ στύλου τὸν κόσμον ἐφώτισας, ἐν τοῖς ὁσίοις ἔργοις σου, καὶ τὸ σκότος τῆς πλάνης, ἀπεδιώξας Πάτερ· διὸ δεόμεθα, καὶ νῦν ἐπίλαμψον, ἐν ταῖς καρδίαις τῶν δούλων σου, τὸ ἄδυτον φῶς τῆς γνώσεως.

Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον
Ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ προσευχαῖς, τὴν ψυχήν σου κοσμήσας θεοπρεπῶς, γέγονας συμμέτοχος, τῶν Ἀγγέλων μακάριε, καὶ τῶν θαυμάτων ὄντως, χαρίσματα ἔλαβες, τοῦ ἰᾶσθαι τὰς νόσους, τῶν πίστει τιμώντων σε· ὅθεν καὶ δαιμόνων, ἀπελαύνων τὰ πλήθη, παρέχεις ἰάματα, τοῖς ἀνθρώποις μακάριε, Δανιὴλ ἀξιάγαστε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον
Ἔλαμψας ἐν στύλῳ οἷα πυρσός, ταῖς φωτοβολίαις, τῶν ὁσίων σου ἀρετῶν, καὶ καταπυρσεύεις, μαρμαρυγαῖς ἀΰλοις, ὦ Δανιὴλ θεόφρον, τοὺς σὲ γεραίροντες.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here