Ασπασμός Πέτρου και Παύλου. 29 Ιουνίου ε.ε.

Διαφωνία καί ὑπέρβαση
Δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὅρισε νά συνεορτάζονται τήν ἴδια μέρα οἱ δύο κορυφαῖοι ἀπόστολοι, ὁ Πέτρος καί ὁ Παῦλος.

Ἴσως, πέρα ἀπό τόν τονισμό τῆς σημασίας τους ὡς στυλοβατῶν τῆς Ἐκκλησίας, θέλησε νά ἐπισφραγίσει τήν ἄρση τῶν διαφωνιων τους καί τήν τελική συμφωνία τους, σέ θέματα, ὄχι πίστεως, ἀλλά βιώσεώς της στήν πράξη καί στήν καθημερινή ζωή.

Τά ἀρχαιότερα κείμενα τοῦ Χριστιανισμοῦ, οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καί οἱ ἐπιστολές τοῦ Παύλου, εἶναι ἐναργεῖς μάρτυρες τῆς συγκρούσεως δύο κόσμων, τοῦ Παλιοῦ καί τοῦ Καινούργιου.

Τόν πρῶτο ἐκπροσωποῦσε ὁ Πέτρος, τόν δεύτερο ὁ Παῦλος. Δέν διαφωνοῦσαν σέ θέματα πίστεως. Καί οἱ δύο ἦταν φλoγερoί, κήρυκες τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ.

Ὁ πρῶτος, ὁ Πέτρος, «τό στόμα τῶν ἀποστόλων», ὅπως τόν ἀποκαλεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἦταν ὁ ζηλωτής, ὁ ἀγωνιστής, ὁ ἀσυγκράτητος μαχητής.

Ὅπως ἕνας μικρός μαθητής πετάγεται νά ἀπαντήσει πρῶτος στίς ἐρωτήσεις τοῦ δασκάλου, ἔτσι καί ὁ Πέτρος προτρέχει νά δώσει πρῶτος τήν ἀπάντηση: «ποιός λένε οἱ ἄνθρωποι πώς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου; … Ἔσεῖς ποιός λέτε πώς εἶμαι;», ρωτάει ὁ Χριστός.

-«Ἐσύ εἶσαι ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱός τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ», σπεύδει νά ἀπαντήσει ὁ Πέτρος. Στόν Μυστικό Δείπνο, δέν δέχεται νά τοῦ πλύνει τά πόδια του ὁ Διδάσκαλος. «Ἄν δέν σοῦ τά πλύνω, δέν ἔχεις μέρος μαζί μου στή βασιλεία τῶν Οὐρανῶν»

-Τότε, Κύριε, ὄχι μόνον τά πόδια, ἀλλά καί τά χέρια καί τό κεφάλι μου νά πλύνεις!»…

Στήν Γεθσημανῆ κόβει τό αὐτί τοῦ δούλου, στή δίκη τοῦ Ἰησοῦ καταφέρνει νά μπεῖ στό σπίτι τοῦ ἀρχιερέα, ὅπου δικαζόταν ὁ Χριστός, τόν ὁποῖον ἀρνεῖται ἀπό φόβο, γιά νά μετανοήσει κατόπιν καί νά κλάψει πικρά.

Αὐτός ἦταν ὁ Πέτρος. Γεμάτος συναίσθημα, παρορμητικός, μαχητικός, ἀνυποχώρητος, ζηλωτής, ἄκαμπτος.

Καί ἦρθε ἡ ὥρα, μετά τήν Ἀνάσταση, νά ποιμάνει τά πρόβατα», κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου του. Ἐδῶ ἀρχίζουν τά δύσκολα.

Πρέπει νά τηροῦμε τόν μωσαϊκό νόμο; Ἀφοῦ εἴμαστε Ἑβραῖοι, ἀσφαλῶς ναί. Καί τόν νόμο τοῦ Χριστοῦ; Ἀσφαλῶς ναί, καί αὐτόν. Καί οἱ Ἐθνικοί, οἱ εἰδωλολάτρες, πού γίνονται Χριστιανοί; Ναί καί αὐτοί.

Νά ζοῦν ἐν Χριστῷ, νά τηροῦν τόν Νόμο τῆς Χάριτος, ἀλλά καί παράλληλα νά τηροῦν τά Σάββατα, τούς καθαρμούς, τίς ἰουδαϊκές προσευχές, τίς θυσίες στόν Ναό; Ναί, ναί!

Καί ἦρθε ὁ Παῦλος. Ἀπό ποῦ; Ἀπό τό στρατόπεδο τῶν διωκτῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἦταν κι αὐτός Ἰουδαίος. Μάλιστα ἦταν Φαρισαῖος. Γνώριζε δηλαδή καλλίτερα από πολλούς τόν μωσαϊκό νόμο, τόν ὁποῖο τηροῦσε εὐλαβικά.

Κι αὐτό, ὡς τή θαυμαστή κλήση καί μεταστροφή του. Κατάλαβε, ὅτι τίποτε δέν μᾶς σώζει, παρά μόνον ἡ πίστη στόν Χριστό. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι «σκύβαλα». Καί παίρνοντας τή μάχαιρα τοῦ Πνεύματος, μέ λόγο καί γραφίδα, περιῆλθε ὅλη τήν Οἰκουμένη, κηρύσσοντας τό

Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας.
Τί τοῦ κόστισε αὐτό, τό περιγράφει ὁ ἴδιος στή Β΄ ἐπιστολή του πρός τούς Κορινθίους: «μόχθησα πολύ˙ μέ χτύπησαν μέ ἀφάνταστη ἀγριότητα˙ φυλακίστηκα πολλές φορές, καί πολλές φορές ἔφθασα στά πρόθυρα τοῦ θανάτου.

Πέντε φορές μαστιγώθηκα ἀπό τούς Ἰουδαίους μέ τριανταεννέα μαστιγώματα, τρεῖς φορές μέ τιμώρησαν μέ ραβδισμούς, μία φορά μέ λιθοβόλησαν, τρεῖς φορές ναυάγησα, ἕνα μερόνυχτο ἔμεινα vαυαγός στό πέλαγος.

Ἔκανα πολλές κοπιαστικές ὁδοιπορίες, διάβηκα ἐπικίvδυvα ποτάμια, κινδύνεψα ἀπό ληστές, κνδύvεψα ἀπό τούς ὁμογενεῖς μου Ἰουδαίους, κινδύνεψα ἀπό τούς Ἐθνικούς.

Πέρασα κινδύνους σέ πόλεις, κινδύνους σέ ἐρημιές, κιvδύvους στή θάλασσα, κινδύνους ἀπό ἀνθρώπους πού ὑποκρίνονταν τούς ἀδελφούς. Κοπίασα καί μόχθησα πολύ, ξαγρύπνησα πολλές φορές, πείνασα, δίψασα, πολλές φορές μοῦ ἔλειψε ἐντελῶς τό φαγητό, ξεπάγιαζα καί δέν εἶχα ροῦχα vά φορέσω.

Ἐκτός ἀπό τά ἄλλα εἶχα καί τήν καθημεριvή πίεση τῶν ἐχθρῶν μου καί τή φροντίδα γιά ὅλες τίς ἐκκλησίες. Ποιανοῦ ἡ πίστη ἀσθενεῖ καί δέν ἀσθενῶ κι ἐγώ;» (11, 23-29).

Αὐτός ἦταν ὁ Παῦλος. Ὁ πρῶτος μετά τόν Ἕνα», τόν Χριστό. Αὐτός πού ὄργωσε ὅλη τήν Οἰκουμένη.

Καί, ὁ καρπός, πολύς.

Ὅμως, τί θά γίνει μέ τούς Ἐθνικούς; Ὁ Παῦλος κήρυττε, πώς δέν ὑπάρχει στόν καινούργιο κόσμο τοῦ Θεοῦ καμιά διάκριση: Ἰουδαῖοι καί ἐθνικοί, ἄνδρες καί γυναῖκες, δοῦλοι καί ἐλεύθεροι, εἶναι, μέσα στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἕνα σῶμα, εἶναι ὅλοι παιδιά τοῦ Θεοῦ, πού δέν χρειάζονται γιά νά σωθοῦν τίποτε ἄλλο, παρά νά δεχθοῦν τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί νά ἀνταποκριθοῦν στό κάλεσμα τῆς σωτηρίας πού τούς παρέχει ἡ πίστη καί τό ὁλοκληρωτικό δόσιμο στόν Χριστό.

Δέν τά πίστευε αὐτά ὁ Πέτρος; Ἀσφαλῶς τά πίστευε. Αὐτό ὅμως δέν ἐρχόταν σέ ἀντίθεση μέ τίς ἀπόψεις του περί τῆς ἀνάγκης τηρήσεως τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου; Ἀσφαλῶς ναί. Καί ἀσφαλῶς θά τό ἐγνώριζε αὐτό.

Ὅμως, εἴτε ἐπειδή δέν εἶχε τήν ἀναγκαία τόλμη νά διακόψει τούς δεσμούς μέ τή Συναγωγή, εἴτε ἐπειδή φοβόταν μήπως «σκανδαλίσει» τούς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι γινόμενοι Χριστιανοί δέν διενοοῦντο νά φύγουν καί ἀπό τόν Ἰουδαϊσμό, ἐπέμενε στίς ἰδέες του.

Καί ἐδῶ ἦλθε ἡ μεγάλη σύγκρουση. Ὁ Πέτρος ἦταν ὁ ἀναποφάσιστος, ὁ διστακτικός. Ὁ Παῦλος ἦταν ὁ ἀπόλυτος, ὁ ἀσυμβίβαστος. Ὁ Πέτρος φοβόταν τίς ἀλλαγές, σκεπτόταν καί τό «πολιτικό κόστος».

Ὁ Παῦλος ἦθελε «καθαρές λύσεις».
Ἡ διαφωνία, πού ἐκφράστηκε σέ ὑψηλούς τόνους καί προσέλαβε διαστάσεις, λύθηκε «δημοκρατικά», δηλαδή συνοδικά.

Στή λεγόμενη Ἀποστολική Σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων, τό 49 μ. Χ., ὁ Πέτρος, ὕστερα ἀπό πολλή συζήτηση, παραδέχθηκε, ὅτι ὁ Θεός δέν κάνει διάκριση ἀνάμεσα στούς Ἰουδαίους καί τούς Ἐθνικούς, «ἀλλά καθάρισε μέ τήν πίστη τίς καρδιές τους».

Γι᾽ αὐτό, τό νά φορτώνονται βάρη πρόσθετα στόν τράχηλο τῶν χριστιανῶν, εἶναι πρόκληση κατά τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ «πιστεύουμε ὅτι θά μᾶς σώσει (τούς Ἰουδαίους) ἡ χάρη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, μέ τόν ἴδιο τρόπο πού θά σώσει καί ἐκείνους (τούς Ἐθνικούς)» (Πράξ. Ι5, 7-11).

Ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου, πού ἀναγράφεται στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (15, 23-29), ἀπεστάλη στίς ἐκκλησίες, καί ἔτσι κόπηκε ὁ ὀμφάλιος λῶρος πού συνέδεε τήν Ἐκκλησία μέ τή Συναγωγή, τό Παλιό μέ τό Νέο, τόν Νόμο μέ τή Χάρη. Ἄv δέν συνέβαινε αὐτό, ὁ χριστιανισμός δέν θά ἦταν τίποτε περισσότερο, ἀπό μιά ἰουδαϊκή αἵρεση.

«Ἀπό τό περιοδικό Ἀνάπλασις 2010»
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΝΤ. ΓΑΛΙΤΗΣ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here