Τὸ χιόνι στοιβαζόταν πυκνὸ ὅλο τὸ ἀπόγευμα ντύνοντας τὴν ὀρεινὴ πολίχνη, ποὺ εἶχε κουρνιάσει στὴν ἀπάνεμη πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ, στὰ λευκά. Μὰ ὡστόσο ὁ παγωμένος ἀέρας σήμερα, παραμονὴ Χριστούγεννα, δὲν τῆς χαριζόταν καθόλου.

Σάρωνε τὶς πλαγιές, στριμωχνόταν βουίζοντας στὰ σοκάκια, ξεχυνόταν γοργὰ στὴν ἁπλωμένη κοιλάδα, πιστὸς στὸ ραντεβού του μὲ τὶς ἄπειρες λευκὲς νυφοῦλες πού, παιχνιδιάρες, ἄπιστες, ψυχρές, στριφογύριζαν ἀδιάκοπα, λοξοδρομώντας ἀπρόβλεπτα σὲ κάθε του ἐρωτικὸ ἄγγιγμα.

Τὰ Χριστούγεννα ἔρχονταν τυλιγμένα στὴν ὀμορφιά.

Κοντοστάθηκε μπρὸς στὴν κλειστὴ πόρτα. Τίναξε τὸ χιόνι ἀπὸ πάνω του, ξερόβηξε καὶ μπῆκε. Μὲ τὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας τὸ χιόνι, σπρωγμένο ἀπ’ τὸν ἄνεμο, χύθηκε μέσα κι ἀνακάτεψε τὴν πνιγηρὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ καπηλειοῦ κάνοντας ὅλους νὰ γυρίσουν τὰ κεφάλια τους.

Μὰ αὐτός, χωρὶς νὰ καλησπερίσει, χωρὶς νὰ κοιτάξει κανένα, προχώρησε στὴ γωνιά του καὶ σωριάστηκε βαρὺς στὴν ἄδεια καρέκλα, γυρνώντας σχεδὸν τὴν πλάτη του σὲ ὅλους.

Ὅμως δὲν φάνηκε νὰ πειράχτηκε ἢ νὰ παραξενεύτηκε κανένας. Τὸ γκαρσόνι μάλιστα, μὲ τὸ ποὺ τὸν εἶδε, ἔτρεξε ἀμέσως μὲ τὸ καραφάκι καὶ τὸ ποτήρι στὸ χέρι στὸ τραπέζι του.

Ὅλοι τὸν ἤξεραν στὴ μικρή τους πόλη.

Τὸ πικρό του δρᾶμα τὸ μοιράζονταν ὅλοι σιωπηλά. Ἡ θλιβερὴ ζωὴ τοῦ μπάρμπα – Κοσμᾶ ἦταν μέρος τῆς καθημερινῆς τους ἔγνοιας. Ἤξεραν ὅλοι τὸ μοναχικὸ γεράκο ποὺ τὸν ἐγκατέλειψε ὁ γιός του. Τὸν ἤξεραν καὶ τὸν συμπαθοῦσαν.

Ὁ προκομμένος του ἦταν φευγάτος ἀπὸ χρόνια. Εἶχε δηλώσει ὅτι δὲν θέλει καμμιὰ ἐπικοινωνία. Ἤθελε νὰ ‘ναι ἐλεύθερος. Χωρὶς δεσμεύσεις. Ὁ γέρος πικράθηκε βαθιά. Τοῦ μήνυσε πὼς τὸ σπίτι του θὰ ‘ταν πάντα ἀνοιχτό. Νὰ τὸν περιμένει. Κι ἀπὸ τότε ἡ ζωὴ του ἔγινε ὅλη ἕνα δάκρυ, ποὺ ἀπ’ τὰ μάτια του ἔσταζε ἀδιάκοπα στὴν καρδιά.

Δὲν ἔλεγε σὲ κανέναν τὸν πόνο του. Μὰ ὅλοι τὸν γνώριζαν. Κάθε μέρα κατέβαινε στὸ σταθμό. Τὴν ὥρα τῆς ἄφιξης αὐτὸς ἦταν πάντα ἐκεῖ. Τὸ σφύριγμα τοῦ τραίνου ἀνατάραζε μέσα του τρελλὰ τὴν ἐλπίδα. Κάθε μέρα τὰ τραῖνα ἔρχονταν καὶ ἔφευγαν σφυρίζοντας δυνατὰ στὸν ἀέρα. Κι αὐτὸς περίμενε …;, περίμενε …;

Καὶ πιὸ πολὺ τὶς μέρες τὶς καλὲς ποὺ ὅλοι χαίρονται, σὰν σήμερα. Τότε δυνάμωνε ἡ ἀπαντοχή του, δυνάμωνε ἡ ἐλπίδα του, δυνάμωνε ὁ πόνος. Κι ἀπόψε ὅλοι ἤξεραν πὼς ἀπὸ ‘κεῖ ἐρχόταν πάλι. Διπλὰ πικραμένος, διπλὰ ἀπελπισμένος. Γιὰ μιὰ φορὰ ἀκόμα θὰ κάμει μόνος του Χριστούγεννα.

Βυθισμένος στὶς μαῦρες του ἀναμνήσεις ἄδειαζε σταγόνα – σταγόνα τὸ ποτήρι του, πασχίζοντας μάταια νὰ ρίξει φάρμακο στὸ φαρμάκι τῆς καρδιᾶς του.

Ἡ νύχτα προχώρησε. Τὸ καπηλειὸ ἄδειαζε, μιὰ καὶ ὅλοι βιαζόντουσαν νὰ γυρίσουν στὰ σπίτια τους γιὰ τὴ μεγάλη γιορτή. Ἔφυγε τελευταῖος. Μὰ ἀντὶ νὰ ἀνηφορίσει γιὰ τὸ σπίτι του, τὰ βήματά του κατηφόρισαν ἀνεξήγητα ὥς τὸ σταθμό. Γιατί πήγαινε ἐκεῖ; Οὔτε ποὺ καταλάβαινε.

Οἱ ἀποβάθρες ἔρημες. Κανένα ζωντανὸ πλάσμα δὲν κουνιόταν ἐδῶ. Τὸ τελευταῖο τραῖνο εἶχε σφυρίξει ἐδῶ καὶ ὧρες. Κάθισε σ’ ἕνα παγκάκι. Τὸ ὑπόστεγο τὸν προστάτευε ἀπ’ τὸ χιόνι, μὰ ὄχι κι ἀπ’ τὸν ἄνεμο καὶ τὸ κρύο.

Τυλίχτηκε στὸ χοντρό του παλτό. Ὁ βαθὺς πόνος τοῦ ἔσχιζε τὴν καρδιά. Τὸ μυαλὸ του θόλωνε. Δὲ νοιαζόταν πιὰ γιὰ τίποτε. Ἡ ὥρα περνοῦσε, μὰ ὁ χρόνος ἔπαψε νὰ ὑπάρχει γι’ αὐτόν.

Ὥσπου ἀκούστηκαν κάποια βήματα δίπλα του. Ὁ παπὰς κατέβαινε γιὰ τὴ νυχτερινὴ γιορτινὴ Λειτουργία. Τὸν εἶδε καὶ ἀπορημένος πλησίασε.

– Μπάρμπα – Κοσμᾶ, τέτοια ὥρα τί κάνεις ἐδῶ;

Δὲν ἀποκρίθηκε. Δὲν εἶχε ὄρεξη γιὰ κουβέντες. Ἡ μορφὴ του σκοτεινίαζε ἀπ’ τὴ μελαγχολία.

– Ἔλα στὴ Λειτουργία ἀπόψε, συνέχισε ὁ παπάς. Ἔτσι, νὰ γλυκαθεῖ λιγάκι ἡ ψυχή σου, μέρα ποὺ εἶναι.

– Τράβα τὸ δρόμο σου, παπά. Ἄσε με στὸ χάλι μου, εἶπε ἀνόρεχτα.

Ὁ παπὰς ἐπέμεινε. Μὰ ὁ γέρος ἔχασε τὴν ὑπομονή του.

– Φύγε, παπά. Τὰ ‘παμε καὶ τὰ ξανάπαμε αὐτά. Ὁ Θεός σου δὲν ὑπάρχει γιὰ μένα. Μὴ μὲ κεντρίζεις περισσότερο, μέρα ποὺ εἶναι. Τράβα στὴ δουλειά σου, τὸ καλὸ πού σου θέλω.

– Καλὰ λοιπόν, φεύγω. Μὰ ἡ πόρτα θὰ ‘ναι ἀνοιχτή, ὅποτε κι ἂν θελήσεις.

Ὁ παπὰς ἔφυγε καὶ ὁ γέρος ἔγειρε ἀποκαμωμένος στὸ παγκάκι. Ἔκλεισε τὰ μάτια του, μὰ ποῦ ὕπνος μ’ αὐτὴ τὴν παγωνιὰ ποὺ ἔφτανε ὡς τὰ κόκκαλα. Ὁ ἀβάσταχτος πόνος διαπερνοῦσε τὰ σώψυχά του σωρεύοντας κρυάδα στὴν καρδιά του.

Ὁλόμαυρη ἡ παγωμένη νύχτα γύρω του. Θανατερὸ τὸ κρύο σκοτάδι μέσα του. Ὁ κόσμος ὅλος, ἔξω καὶ μέσα του, ἕνας τάφος. Ἔρημος, κρύος, σκοτεινός.

Ἔνοιωσε τὴν ἀπόλυτη μοναξιά. Βίωσε τὴν πλέρια δυστυχία. Βούλιαξε στὴν ἔσχατη ἀπόγνωση. Τί περισσότερο θὰ μποροῦσε νὰ ’ναι ἡ κόλαση;

– Γιέ μου! βόγκηξε δυνατὰ καὶ σωριάστηκε σὰν τὸ κουβάρι.

Ὁ ἄνεμος μούγκρισε δυνατὰ καὶ ξανάφερε στ’ αὐτιὰ του ὁλόιδια τὴ φωνή του.

– Γιέ μου!

Τὴν πῆγε μακριὰ καὶ τὴν ξανάφερε. Καὶ βάλθηκε νὰ κάνει τὸ ἴδιο ξανὰ καὶ ξανά, λὲς καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε νὰ μαστιγώνει ἀλύπητα τ’ αὐτιὰ καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ γέρου.

Μὰ ὄχι! Κάποιος φαίνεται νὰ τοῦ μιλάει πραγματικά. Ἀκούει ξεκάθαρα μέσ’ τοῦ ἀνέμου τὴ βοὴ ὄχι τὴ δική του, μὰ κάποια ἄλλη, παράξενη φωνή.

– Γιέ μου!

– Ποιὸς εἶναι; ἀναρωτήθηκε. Μήπως ὀνειρευόταν;

Ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ τὸν φωνάζει γιό του; Ἔστρεψε τὰ κουρασμένα του βλέφαρα δῶθε – κεῖθε. Μεσ’ στὴ θολούρα τοῦ μυαλοῦ του καὶ τῆς νύχτας ἀγνάντεψε μιὰ ἀνάερη μορφή, ποὺ ἔσβηνε καὶ φαινόταν σὰν τὶς νιφάδες τοῦ χιονιοῦ, ποὺ χόρευαν στὸν ἀέρα.

Ἡ ἀπόκοσμη φωνὴ δὲν ἔπαυε νὰ ἀντηχεῖ σὰν χάδι ἁπαλὸ στ’ αὐτιά του. Μὰ τὰ θαμπά του μάτια δὲν μποροῦσαν ν’ ἀντικρύσουν καθαρὰ τὴ μορφὴ ποὺ ὅλο ἐρχόταν κι ἔφευγε ἀπὸ μπροστά του.

Τοῦ φάνηκε ἀρχικὰ σὰ νὰ ’ταν τὸ πρόσωπο τοῦ συχωρεμένου τοῦ πατέρα. Μετὰ τοῦ φάνταζε σὰν τὴ μορφὴ τοῦ παπᾶ ποὺ τοῦ μίλησε νωρίτερα. Μὰ τέλος ὅλα ξεκαθάρισαν. Μπροστά του ἔλαμψε ὁλοκάθαρα τοῦ ἴδιου του Χριστοῦ τὸ πρόσωπο, γλυκύτατο καὶ ὁλοφώτεινο.

– Πέθανα φαίνεται, σκέφτηκε. Βρίσκομαι σ’ ἄλλο κόσμο πιά!

– Ὁλόκληρη ζωὴ σὲ περιμένω, γιέ μου. Γιατί δὲν ἔρχεσαι κοντά μου; ἀκούστηκε ζεστὴ ἡ θεϊκὴ φωνή.

Ὁ γέρος τὰ χρειάστηκε.

– Κοντά σου ἐγώ; Μὰ πῶς νὰ’ ρθῶ; Διάλεξα τὴν ἐλευθερία μου ἀπὸ σένα. Πῶς νὰ ξαναγυρίσω τώρα; Καὶ πῶς μαζί σου νὰ λογαριαστῶ;

– Ἐσὺ γι’ αὐτὸ ποθεῖς νὰ ‘ρθει κοντά σου τὸ παιδί σου; Γιὰ νὰ σοῦ δώσει λογαριασμό;

– Καὶ βέβαια ὄχι! Ἂς ἤτανε μονάχα νὰ γυρίσει.

– Αὐτὸ συμβαίνει καὶ σὲ μένα. Μπορεῖς νὰ μὲ περιφρονεῖς, νὰ μ’ ἀγνοήσεις. Μὰ τὸ δικαίωμα νὰ σ’ ἀγαπῶ μπορεῖς νὰ μοῦ τὸ πάρεις; Σὲ καρτερῶ, θαρρεῖς, γιὰ νὰ βγάλω τὸ ἄχτι μου; Κοντά μου σὲ καλῶ, γιατί σὲ λαχταράω, γιέ μου. Μόνο γι’ αὐτό.

Ὁ πόνος μου εἶναι βαθύς, ὅσο σὲ ξένα, μακρινὰ ἀπὸ μένα, μονοπάτια περπατᾶς. Πικρὸ τὸ δάκρυ μου πίσω ἀπ’ τὸ κάθε βῆμα σου σταλάζει. Ὁλόκληρη ζωὴ κλαίω γιὰ σένα. Ἐσὺ τουλάχιστον μπορεῖς νὰ καταλάβεις τί σημαίνει αὐτό.

Ὅ,τι περνᾶς ἐσὺ ἀπὸ τὸ γιό σου, περνῶ ἀπὸ σένα καὶ ἐγώ. Καὶ σκέψου ἀκόμα, πὼς ἐσὺ πονᾶς γιὰ ἕνα σου παιδὶ μονάχα, μὰ ἐγὼ γιὰ ἀναρίθμητα.

Σὰ νὰ ‘πεσαν λέπια ἀπὸ τὰ μάτια του, σὰ νὰ σκορπίστηκε ὁμίχλη ἀπ’ τὸ μυαλό του, ξαφνικὰ κατάλαβε. Συνειδητοποίησε τὸ δράμα τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἀσίγαστο πόνο Του γιὰ τὰ παιδιά Του.

Τὴν ἀπροσμέτρητη λαχτάρα Του νὰ τὰ μαζέψει ὅλα γύρω Του, στὸ πατρικό τους σπίτι. Γιὰ πρώτη φορὰ ἔνοιωσε πατέρα του Αὐτόν, ποὺ ὥς τότε ἔβλεπε σὰν ἀνελέητο ἀφεντικό. Ἡ ἐμπειρία τὸν συντάραξε.

– Σὲ νοιώθω, Θέ μου, πράγματι, μουρμούρισε. Πατέρας εἶμαι κι ἐγώ, φαντάζομαι τὸν πόνο σου. Μὰ δὲν σὲ γνώριζα πρίν. Πρώτη φορὰ σὲ ἀνταμώνω καὶ μένω ἐκστατικός.

Ἡ θεϊκὴ μορφὴ ἀχτινοβολοῦσε κύματα ζεστασιᾶς κι ἀγάπης ποὺ τύλιγαν τὸ γέρικο κορμὶ σὲ μία ὁλόθερμη ἀγκαλιά. Ἡ καρδιὰ του ζεστάθηκε. Δὲν ἔνοιωθε καθόλου παγωνιά.

– Ἔλα στὸ σπίτι μου καὶ ἐκεῖ δὲν θὰ σοῦ λείψει τίποτα, εἶπε κι ἄρχισε ἡ θεϊκὴ μορφὴ νὰ χάνεται.

Μὰ σύγκαιρα ὁ ἀέρας γέμισε ἀπὸ τὸ γλυκὸ ἦχο τῆς καμπάνας ποὺ σήμαινε Χριστούγεννα. Ὁ γέρος ἀνασάλεψε ξυπνώντας ἀπ’ τὸ μαγευτικό του ὄνειρο. Μὰ ἦταν ἀλήθεια ὄνειρο; Κι ὅμως δὲν ἔνοιωθε τὸ κρύο πιά. Καὶ ἡ καρδιὰ του πέταγε σὰν τοῦ μικροῦ παιδιοῦ.

Σηκώθηκε γρήγορα. Τὰ πόδια του ἀνάλαφρα τὸν ἔφεραν στὴν ἐκκλησιά. Ἦταν μισογεμάτη κιόλας. Χρόνια εἶχε νὰ δρασκελίσει τὸ κατώφλι της. Ἔπιασε μία γωνιά. Τὸ βλέμμα του πλανήθηκε ἕνα γύρο.

Στάθηκε στὶς μεγάλες εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας στὸ τέμπλο. Τοὺς ἔνοιωσε δικούς του. Ἡ καρδιὰ του ἀναγάλλιασε. Σὰν τότε ποὺ ἔτρεχε παιδὶ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας, τοῦ πατέρα του. Στὴ ζεστασιὰ τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ του.

Μὰ ἐκεῖ στὸ πλάι του, παραμπροστά, στὴ δεξιὰ κολόνα ἀκουμπισμένος, ἕνας γεροδεμένος ἄντρας, ὥρα τώρα, τὸν παρατηροῦσε ἐπίμονα. Κάποια στιγμὴ ἦρθε καὶ στάθηκε κοντά του. Τὸν ἄγγιξε ἁπαλά.

Ὁ μπάρμπα – Κοσμᾶς γύρισε παραξενεμένος. Κοιτάχτηκαν λίγες στιγμὲς ἀκίνητοι. Καὶ ξαφνικὰ …;

– Πατέρα!

– Γιέ μου!

Ἀγκαλιάστηκαν σφιχτά. Σηκώθηκε σούσουρο τριγύρω, ὁ παπὰς πρόβαλε ἀπορημένος τὸ κεφάλι ἀπ’ τὴν Ὡραία Πύλη, ἡ ψαλμωδία σχεδὸν σταμάτησε.

– Σ’ ἔψαχνα, πατέρα, στὸ σπίτι. Ποῦ ἤσουνα; ρωτοῦσε χαμηλόφωνα ὁ γιός.

Μὰ ἡ φωνὴ τοῦ εὐτυχισμένου γεράκου εἶχε πνιγεῖ μεσ’ στοὺς λυγμούς του. Τὰ μάτια του, θολὰ ἀπ’ τὰ δάκρυα, ἀναζήτησαν τὴ θεϊκὴ μορφὴ στὴν εἰκόνα τοῦ τέμπλου.

– Θέ μου, δὲν πρόλαβα νὰ ‘ρθῶ στὸ σπίτι σου, κι ὅλα τὰ βρῆκα.

Τί ὄμορφα ἐκεῖνα τὰ Χριστούγεννα!

Μπόκος Δημήτριος (Πρεσβύτερος)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here