Τον όγδοο αιώνα οι αυτοκράτορες Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος (717-741) και Κωνσταντίνος ο Ε΄ (741-775) προσπάθησαν να θέσουν την Εκκλησία υπό τον έλεγχό τους. Στην προσπάθειά τους αυτή οι δύο αυτοκράτορες επιτέθηκαν κατά τρόπο ανήθικο στους πιο ένθερμους χριστιανούς, ιδίως στους μοναχούς που υπερασπίζονταν την ακεραιότητα της Εκκλησίας.

Η επίθεση μάλιστα πήρε το χαρακτήρα σφοδρής δίωξης εναντίον εκείνων που προσκυνούσαν τις εικόνες, με αφορμή κάποιους χριστιανούς που λάτρευαν τις εικόνες σε βαθμό υπερβολικό, που άγγιζε τα όρια της ειδωλολατρίας και του παγανισμού.

Σε συνέδριο που συγκροτήθηκε επίσημα το 753 καταδικάστηκε η προσκύνηση των εικόνων από τους χριστιανούς και ζητήθηκε η αφαίρεση των εικόνων από τις εκκλησίες, τα δημόσια κτήρια και τα σπίτια του λαού. Το συνέδριο αυτό δεν ήταν απλώς έκφραση μιας πολιτικής πρωτοβουλίας να τεθεί η Εκκλησία υπό τον έλεγχο του κράτους αλλά και μιας καλά θεμελιωμένης θεολογικής άποψης που καταδίκαζε την προσκύνηση των εικόνων.

Η βασική θέση της συνόδου είχε ως αφετηρία τη βιβλική διδασκαλία ότι ο Θεός είναι αθέατος και ότι γι’ αυτό το λόγο οι πραγματικοί χριστιανοί δεν πρέπει να λατρεύουν τις εικόνες και τα είδωλα που Τον αναπαριστούν. Πιθανότατα μια τέτοια επιχειρηματολογία ήταν εμπνευσμένη από το μουσουλμανισμό που ήταν αταλάντευτος στα αντίστοιχα θέματα.

Οι επίσκοποι της Εκκλησίας υφίσταντο μεγάλη πίεση από τον αυτοκράτορα να καταδικάσουν επίσημα την προσκύνηση των εικόνων. Όταν το έκαναν, ξέσπασε ένας ανίερος διωγμός κατά εκείνων που συνέχιζαν να κρατούν και να προσκυνούν τις εικόνες. Η περίοδος μεταξύ του 762 και του 775 είναι γνωστή ως η «δεκαετία του αίματος» καθώς δεκάδες χριστιανοί, κυρίως μοναχοί, υπέστησαν φυλακίσεις, βασανιστήρια ακόμη και θανάτωση επειδή έκρυβαν ή τιμούσαν τις εικόνες.

Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος

Η αυτοκράτειρα Ειρήνη (780-802), η οποία ήταν υπέρ της προσκύνησης των εικόνων, κατά τη διάρκεια της βασιλείας της συγκρότησε στη Νίκαια σύνοδο που όρισε τη δέουσα και εύλογη προσκύνηση των εικόνων στην Εκκλησία. Η σύνοδος, γνωστή ως Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, ακολούθησε τη θεολογική θέση του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού († 749). Η απόφαση της Συνόδου επιβεβαίωσε ότι οι εικόνες μπορούν να φτιάχνονται και να τιμώνται αλλά όχι να λατρεύονται.

Οι επίσκοποι της Εκκλησίας εξήγησαν ότι η πεμπτουσία της χριστιανικής πίστης είναι η ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού. Ο Θεός όντως είναι αόρατος. Όμως στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ο αόρατος Θεός έγινε ορατός. Όποιος βλέπει τον Ιησού, βλέπει τον αόρατο Θεό. «Αυτός που έχει δει εμένα έχει δει τον Πατέρα» (Ιωάν. 14,9).

Όταν αμφισβητείται η αγιογράφηση και η προσκύνηση των εικόνων στην Εκκλησία, αμφισβητείται η ανθρώπινη φύση του Ιησού, καθώς επίσης και ότι δόθηκε στον Χριστό και διαμέσω Εκείνου στους Ανθρώπους το Άγιο Πνεύμα, ώστε να μπορούν αυτοί να γίνουν άγιοι, πλήρεις πραγματικά, ως πλάσματα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού» (Γέν. 1,26).

Συνεπώς, και σύμφωνα με την απόφαση της Συνόδου η απόρριψη των ιερών εικόνων σήμαινε απόρριψη του γεγονότος της σωτηρίας από τον Θεό, δια του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι.

Ο Θεός Πατέρας και το Άγιο Πνεύμα δεν μπορούν και δεν πρέπει να απεικονίζονται. Όμως ο Χριστός, η Θεοτόκος και οι Άγιοι μπορούν να απεικονιστούν στην αγιογράφηση, καθώς παρουσιάζουν την πραγματικότητα, τη σωτηρία του ανθρώπου από τον Θεό. Εμφανίζουν τη μεταμόρφωση και την καθαγίαση του ανθρώπου -και όλης της κτίσης- από τον Χριστό και το Άγιο Πνεύμα. Οι εικόνες μπορούν να προσκυνούνται στην Εκκλησία απ’ τη στιγμή που η «τιμή μεταβαίνει στο πρωτότυπο, ώστε εκείνος που προσκυνάει μια εικόνα να λατρεύει το εικονιζόμενο πρόσωπο (υπόσταση)» (Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος).

Μετά τη Σύνοδο του 787 η επίθεση κατά των εικόνων συνεχίστηκε και τερματίστηκε οριστικά το 843, όταν οι εικόνες επέστρεψαν στους ναούς, όπου παραμένουν έως σήμερα.

Το τέλος της Εικονομαχίας

Παρ’ ότι η Σύνοδος του 787 καταδίκασε επίσημα την εικονομαχία, εμφανίζονται για μια ακόμη φορά αυτοκρατορικές ηγεσίες που επιτίθενται κατά της προσκύνησης των εικόνων αλλά και κατά των χριστιανών που τις προσκυνούσαν.

Όταν η αυτοκράτειρα Ειρήνη πέθανε το 802, αυτοκράτορας αναδείχθηκε ο Λέων ο Αρμένιος, με διαταγή του οποίου το 815 οι εικόνες τοποθετούνται στις εκκλησίες σε μέρη που δεν μπορούσαν οι πιστοί να πλησιάσουν και να ασπαστούν. Την Κυριακή των Βαΐων του έτους 815, ο άγιος Θεόδωρος, ηγούμενος της περίφημης Μονής Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη, οργάνωσε μια δημόσια λιτάνευση των εικόνων.

Τη λιτανεία ακολούθησε η αντίδραση του αυτοκράτορα, βασανισμοί και δολοφονίες. Μόλις το 843, με την άνοδο της αυτοκράτειρας Θεοδώρας στην εξουσία και του Μεθοδίου στον πατριαρχικό θρόνο επέστρεψαν οριστικά οι εικόνες στις εκκλησίες. Λόγω της επίσημης αυτής επιστροφής των ιερών εικόνων την πρώτη Κυριακή της Τεσσαρακοστής εκείνου του χρόνου, καθιερώθηκε έκτοτε και έως σήμερα ο ετήσιος εορτασμός του Θριάμβου της Ορθοδοξίας (Κυριακή της Ορθοδοξίας).

π. Θωμάς Χόπκο

Δόγμα και λατρεία Βασικό εγχειρίδιο για την ορθόδοξη πίστη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ