Μανούλα,

Λες πως δεν ζω, μα κοίτα, τέσσερα αριθμώ μέλη.

Στο κόσμο που αρνείσαι να με φέρεις, ο Θεός με θέλει.

Δεν αναπνέω μόνο μου ακόμα, αλλά αναπνέω μέσα από εσένα

Δυο υπάρξεις, δυο καρδιές σε σώμα που λέγεται ένα.

Αποφασίζεις πως είναι για καλό μου,
μα δεν ρώτησες μανούλα για το δίκιο το δικό μου;

Σε ακούω, σε νιώθω, μυρίζω τα αισθήματα σου
κάθε σκέψη και κραυγή καθώς δακρύζουν τα όμματα σου.

Ποιος άνθρωπος μαμά αποφασίζει για εμένα;

Ποια μοίρα, ποιος θνητός πέρα από εσένα;

Πόσο μια ψυχή μπορεί να αντέξει στο κρύο;

Σε μια στιγμή το ιατρείο γίνεται σφαγείο.

Θεέ μου ας ήμουνα σπουργίτι και να μπορούσα να πετάξω
στου ουρανού την αγκαλιά για λίγο να λουφάξω.

Ακούω τον γιατρό να μπαίνει και η ψύχη σου μένει μόνη
ο Θεός εκπληρώνει την ευχή μου και απ’τον πόνο με λυτρώνει.

Πετάω ψηλά σε Εκείνον και χαράζω νέο δρόμο
αν και θα ήθελα το βράδυ να κοιμάμαι στον δικό σου ώμο.

Καθώς ανεβαίνω μαμά βλέπω πολλά σπουργίτια στον αέρα
ξεκινούν από κάθε γωνιά της Γης και κάθε απώλεια σκοτεινιάζει λίγο την ημέρα.

Μαμά πες στις άλλες μανούλες τα σπουργίτια να μην αφήσουν
γιατί κάποια στιγμή απ’ τις απώλειες ο ήλιος και τα άστρα μας θα σβήσουν …

Τίτλος: Τα αγέννητα σπουργίτια
Μαρία Τσάλλα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here