Παρόλο ποὺ ἦταν κρύα ἡ χειμωνιάτικη μέρα, ὁ Σταμάτης, ἀπόστρατος ἀξιωματικὸς τοῦ ἔνδοξου πολεμικοῦ ναυτικοῦ, κατέβηκε στὸ Ναυτι­κὸ Νοσοκομεῖο Ἀθηνῶν νὰ ἀγοράσει τὰ φάρμακά του, ὅπως τὸ συνήθιζε μία φορὰ τὸν μήνα.

Πλήρωσε τὴ συμμετοχή του στὸ γνωστό του καὶ ἀπὸ ἄλλες φορὲς φαρμακοποιὸ καὶ τὴν ἀπόδειξη ποὺ ἔλαβε, ἐνῶ ἄλλες φορὲς τὴν ἔβαζε μαζὶ μὲ τὴν ταυτότητα καὶ τὶς κάρτες του, αὐτὴ τὴ φορὰ τὴν ἔβαλε μαζὶ μὲ τὰ ρέστα στὸ πορτοφόλι του.

Κατόπιν μὲ τὸ Μετρὸ ἀπὸ τὸ Μέγαρο Μουσικῆς κατέβηκε στὸ σταθμὸ Μοναστηράκι. Γιὰ νὰ θυμηθεῖ τὰ παλιά, ἔκανε καὶ μιὰ βόλτα.

Πῆγε στὴ Βαρβάκειο ἀγορά, ψώνισε λίγα πράγματα καὶ περπατώντας ἀπὸ τὴν ὁδὸ Ἀθηνᾶς ἐπέστρεψε πάλι στὸ σταθμὸ Μοναστηράκι, ἀπ᾿ ὅπου πῆρε τὸν Ἠλεκτρικὸ γιὰ νὰ φθάσει στὰ βόρεια προάστεια τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου εἶναι ἡ μόνιμη κατοικία του.

Στὸ βαγόνι τοῦ συρμοῦ βρῆκε εὐτυχῶς κάθισμα καὶ κάθισε. Ἔλεγξε κατόπιν καὶ τὰ πράγματά του γιὰ νὰ δεῖ ἂν εἶναι ὅλα στὴ θέση τους καὶ διαπίστωσε ὅτι ἔλειπε τὸ πορτοφόλι του. Ἔψαξε ὅλες τὶς τσέπες του, ἀλλὰ ἡ ἔρευνα δὲν ἔφερε κανένα ἀποτέλεσμα. Τὸ πορτοφόλι του εἶχε κάνει φτερά.

–Κάποιος ἀετονύχης θὰ μοῦ τὸ ἅρπαξε στὴ στάση Μοναστηράκι ποὺ εἶχε πολυκοσμία, σκέφτηκε. Ἐκμεταλλεύθη­κε τὸν συνωστισμό. Πῶς ἔχουμε γίνει ἔτσι, Θεέ μου! ψιθύρισε.

Ἀλλὰ μετὰ θυμήθηκε τὸν ἅγιο Παΐσιο τὸν Ἁγιορείτη, ποὺ συμβούλευε νὰ βάζουμε καλὸ λογισμό, νὰ μὴ βιαζόμαστε νὰ ἐνοχοποιοῦμε ἀνθρώπους, χωρὶς νὰ ἔχουμε ἐπαρκὴ στοιχεῖα.

–Μπορεῖ νὰ μοῦ ἔπεσε στὸ δρόμο ἢ στὸ σταθμό, μπορεῖ νὰ τὸ ξέχασα στὸ τελευταῖο κατάστημα, μπορεῖ νὰ εἶναι δικό μου τὸ λάθος. Ἀλλὰ ὅ,τι κι ἂν ἔγινε, ἂς μὴ χάσω τὴν εἰρήνη μου γιὰ τὸ πορτοφόλι, πρόσθεσε. Κοίταξε δεξιὰ κι ἀριστερὰ τὸ τοῦνελ τῆς στοᾶς τοῦ Ἠλεκτρικοῦ στὴν ἀρχή, τὶς πολυκατοικίες κατόπιν, γιὰ νὰ λησμονήσει τὸ συμβάν.

Μετὰ ἀπὸ λίγο χτύπησε τὸ κινητό του τηλέφωνο.

–Παρακαλῶ!

–κ. Σταμάτη, εἶμαι ὁ Κώστας ἀπὸ τὸ φαρμακεῖο τοῦ Ναυτικοῦ Νοσοκομείου ποὺ προμηθευθήκατε πρὶν ἀπὸ μιὰ ὥ­ρα τὰ φάρμακά σας. Γιὰ δέστε τὰ πρά­γματά σας. Ἔχετε τὸ πορτοφόλι σας;

–κ. Κώστα, αὐτὸ τὸ θέμα μ᾿ ἀπασχολοῦσε καὶ μένα τὴν ὥρα αὐτή. Πρὶν ἀπὸ λίγο ἔψαξα ὅλες τὶς τσέπες μου. Τὸ πορτοφόλι δὲν ὑπάρχει πουθενά. Μήπως γνωρίζετε κάτι ἐσεῖς;

–Τηλεφώνησε πρὶν ἀπὸ λίγο ἕνας κύριος καὶ μοῦ εἶπε ὅτι βρέθηκε ἕνα πορτοφόλι, μέσα στὸ ὁποῖο ὑπάρχει μία ἀπόδειξη ποὺ δείχνει ὅτι μὲ σημερινὴ ἡμερομηνία ἀγόρασε κάποιος ἀπὸ τὸ φαρμακεῖο μας φάρμακα. «Ἂν ἀναζητήσει τὸ πορτοφόλι του, νὰ τοῦ δώσετε τὸν ἀριθμὸ τοῦ κινητοῦ μου γιὰ τὰ περαιτέρω»· αὐτὸ μοῦ εἶπε.

Χαρούμενος ὁ Σταμάτης γιὰ τὴν ἀνέλπιστη ἐξέλιξη τοῦ συμβάντος τηλεφώνησε ἀμέσως στὸν ἀριθμὸ ποὺ σημείωσε:

–Παρακαλῶ;

–Κύριε, τηλεφωνήσατε πρὶν ἀπὸ λίγο στὸ φαρμακεῖο τοῦ Ναυτικοῦ Νοσοκομείου καὶ εἴπατε ὅτι βρέθηκε ἕνα πορτοφόλι. Ἐγὼ τὸ ἔχασα. Σᾶς εἶμαι εὐγνώμων ποὺ τὸ βρήκατε.

–Τὸ βρῆκε ὁ ἀδελφός μου καὶ ἐπείγεται νὰ τὸ παραδώσει στὸν κάτοχό του. Ποῦ θέλετε νὰ συναντηθοῦμε;

Ὅρισαν νὰ συναντηθοῦν τὴν ἑπόμενη μέρα στὴν πλατεία Βικτωρίας.

Ὅταν συναντήθηκαν, ὁ Σταμάτης εἶδε ὅτι, αὐτοὶ ποὺ βρῆκαν τὸ πορτοφόλι του, ἦταν ἕνας ἡλικιωμένος συνταξιοῦ­χος καὶ ὁ μεσήλικας κωφάλαλος ἀδελφός του. Ἀπὸ τὸ παρουσιαστικό τους ἔ­μοιαζαν φτωχοὶ ἄνθρωποι, ἀλλὰ εὐγενι­κοὶ καὶ ἀξιοπρεπεῖς.

Τὸ πρόσωπό τους ἦταν ἱλαρό. Ἔλαμπαν ἀπὸ χαρά. Παρέδωσαν τὸ πορτοφόλι εὐγενικὰ καὶ δὲν θέ­λησαν οὔτε «εὕρετρα» νὰ πάρουν οὔ­τε κάποιο ἄλλο δωράκι. Μόνο ἕ­ναν κα­φὲ δέχθηκαν νὰ τοὺς προσφέρει ὁ ἀπόστρατος ἀξιωματικὸς σὲ κάποιο κατάστημα τῆς πλατείας.

Καθὼς ἔπιναν τὸν καφέ τους, τοὺς ρώ­τησε ὁ Σταμάτης:

–Ποῦ καὶ πῶς βρήκατε τὸ πορτοφόλι μου;

Τοῦ ἀπάντησαν ὅτι καθὼς βάδιζαν στὴν ὁδὸ Ἀθηνᾶς, ὁ κωφάλαλος ἀδελ­φὸς τὸ πάτησε κι ἀναρωτήθηκε:

–Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ πάτησα;

Κοίταξε κάτω καὶ εἶδε ὅτι ἦταν πορτοφόλι. Τὸ ἄνοιξαν καὶ βρῆκαν ὅτι εἶχε 260 εὐρὼ καὶ τὴν ἀπόδειξη τοῦ φαρμακείου. Χωρὶς χρονοτριβὴ τηλεφώνησαν στὸν ἀριθμὸ τηλεφώνου ποὺ ἔγραφε ἡ ἀπόδειξη, γιὰ νὰ βρεθεῖ ὁ κάτοχος τοῦ πορτοφολιοῦ.

Πόσο χαρούμενοι ἔνιωθαν ποὺ ἡ προσπάθειά τους στέφθηκε μὲ ἀπόλυτη ἐπιτυχία! Αἰσθάνονταν σὰν νὰ πληρώθηκαν μὲ ἑκατομμύρια, κι ἂς μὴν πῆραν ἀπολύτως τίποτε!

Ὁ Σταμάτης δὲν πίστευε στὰ μάτια του. Τοὺς διπλοευχαρίστησε γιὰ τὴν εὐ­γενικὴ χειρονομία τους, τοὺς ἀποχαιρέτησε ἐγκάρδια καὶ ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του, δοξάζοντας τὸν ἅγιο Θεὸ ποὺ δὲν ἔκλεισαν ὅλες οἱ πόρτες τοῦ καλοῦ.

–Εὖγε στὸν ἀρχοντικὸ κωφάλαλο! ψιθύρισε. Λέμε ὅτι χάλασε ὁ κόσμος, ἀλλὰ ὑπάρχουν ἀκόμη Ἕλληνες ποὺ δια­θέ­τουν πνευματικὴ ἀρχοντιὰ καὶ ἀνωτερότητα. Τέτοιες ὡραῖες ψυχὲς βλέπει ὁ ἅγιος Θεὸς καὶ παρατείνει τὸ ἔλεός Του. Γιὰ χάρη τους προστατεύει ἀκόμη τὴν πατρίδα μας!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here