Κάποτε ένας παππούλης ανηφόρησε σε ένα απομακρυσμένο χωριό με σκοπό να στηρίξει και να παρηγορήσει τους αποκαμωμένους .

Το χωριό σκαρφαλωμένο στα γρεμνά, ζωντανή ζωγραφιά ,είχε ένα εκκλησάκι στη μέση και πλάι σαν μάνα τα παραμυθένια πέτρινα σπίτια.Πίσω από το ιερό της εκκλησιάς στεκόταν το κοιμητήρι του χωριού με τα καντηλάκια πάντα αναμμένα που έδενε το χτές και το σήμερα.

Ο παππούλης χτύπησε την καμπάνα και μαζεύτηκαν οι λιγοστοί χωρικοί να ακούσουνε λόγο παρηγορητικό αφού τα μέρη τους ήταν μακρινά και καταδικασμένα στη μοναξιά.Πρίν ξεκινήσει το λόγο ο γέροντας,τα μάτια των χωρικών άστραψαν.

-Να ρχεσαι πάλι να μας μιλάς .Είμαστε ορφανοί από λόγο Θεού είπε ο πιο μεγάλος του χωριού.Χρόνια έχει να ρθει στο χωριό μας κάποιος παππούλης να μας μιλήσει για το Θεό

Μα ο παππούλης δεν φάνηκε να μη συμμερίζεται τα λόγια του γέρο χωρικού .Σώπασε στην αρχή και μετά του είπε.

-Κι όμως αδελφοί μου δίπλα στην εκκλησιά σας είδα έναν ιεροκήρυκα να στέκει, κι από ότι έμαθα χρόνια σας συντροφεύει με τα λόγια του.

Κοιταχθήκανε οι χωρικοί και δεν μπορούσαν να καταλάβουν.

-Για ποιον ιεροκήρυκα μιλά η αγιοσύνη σου γέροντα;

-Μα ….είναι το κοιμητήριό σας .Στέκει εκεί χρόνια σιωπηλό και διδάσκει τι είναι η ζωή ,τι μένει τελικά από τους τσακωμούς και τις διχόνοιες μας .ποια πράγματα αξίζει να προσέξουμε και να ενδιαφερθούμε.Πόση αξία έχει η ψυχή μας .Που είναι τα πλούτη μας ….

Οι χωρικοί πήραν να καταλαβαίνουν .Ποτέ δεν είχαν δεί το κοιμητήρι τους σαν μάθημα,σαν σχολείο, σαν δάσκαλο.

Ο ιεροκήρυκας τους μίλησε αρκετά και ύστερα αφού έδωσε την ευλογία του έφυγε από το χωριό.

Μα οι χωρικοί δεν βιαστήκανε να φύγουν

Πήγαν στα ταξιδεμένα τους αδέλφια ,ζήτησαν συχώρεση, έδωσαν συχώρεση και φιλιώθηκαν παλιοί μαλωμένοι .

Από τότε κάθε πρωί η ματιά τους γυρνούσε στο κοιμητήρι και παίρναν μάθημα κι ακούγανε το λόγο του Θεού από τον ιεροκήρυκα που χρόνια ήταν δίπλα τους κι εκείνοι περιμένανε τον άλλο από την μεγάλη πολιτεία.

π.Εφραίμ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here