Όταν βασίλευε ο Τραϊανός, ζούσε στην Ηλιούπολη της Φοινίκης μία κόρη, η Ευδοκία, τόσο ωραία, ώστε κανείς ζωγράφος δεν μπορούσε ν’ αποδώσει αντάξια την ομορφιά της.

Συχνά όμως η ομορφιά δεν συμπορεύεται με τη σωφροσύνη. Έτσι και η Ευδοκία κάποτε παραστράτησε και άνοιξε ένα σπίτι της αμαρτίας. Μέσα σε λίγα χρόνια είχε γίνει πάμπλουτη με την άσωτη ζωή της.

Ο Θεός όμως εργαζόταν για να οικονομήσει τη σωτηρία της.

Κάποιος μοναχός, περαστικός από την Ηλιούπολη, έμεινε δίπλα στο σπίτι της. Τη νύχτα διάβαζε μεγαλόφωνα από ένα βιβλίο για τη φοβερή κρίση, την κόλαση των αμαρτωλών και την ανταπόδοση.

Η Ευδοκία, που έτυχε ν’ αγρυπνεί, τ’ άκουσε όλα κι έφριξε.

Όταν ξημέρωσε, κάλεσε το μοναχό με διάθεση μετανοίας, κι εκείνος της υπέδειξε πως να μετανοήσει.

Ανάμεσα στ’ άλλα, της είπε να κλειστεί μια εβδομάδα στο δωμάτιό της, κι εκεί να νηστεύει και να προσεύχεται με δάκρυα για τη σωτηρία της.

Όλες εκείνες τις ημέρες η Ευδοκία προσευχόταν κλαίγοντας. Και την τελευταία νύχτα, βλέπει ξαφνικά έναν αστραπόμορφο νέο, μέσα σε άπλετο φως, να την αρπάζει από το χέρι και να την ανεβάζει στον ουρανό.

Εκεί την υποδέχθηκαν με χαρά αναρίθμητοι λευκοφόροι άνδρες, ενώ έξω από την πύλη ένας μαύρος γίγαντας έτριζε τα δόντια του και ξεφώνιζε.

– Με αδικείς, αρχιστράτηγε! Εγώ για μια μικρή παρακοή εξορίστηκα από τον παράδεισο, και θα σωθεί αυτή, που μόλυνε τόσους ανθρώπους;

– Έτσι ευδόκησε ο Θεός γι’ αυτούς που μετανοούν, ακούστηκε μια γλυκειά φωνή.

Ύστερα απευθύνθηκε στον οδηγό της:

– Πάρε την, Μιχαήλ, πήγαινέ την στο σπίτι της ν’ αγωνιστεί, κι εγώ θα συγχωρήσω τις αμαρτίες της.

Μόλις επέστρεψε η Ευδοκία, ρώτησε τον οδηγό της:

– Φανέρωσέ μου, κύριε, ποιoς είσαι;

– Είμαι ο πρωτάγγελος του Θεού. Εγώ υποδέχομαι τους μετανοημένους αμαρτωλούς και τους οδηγώ στην αιώνια ζωή. Εκεί κάνουν μεγάλη χαρά οι άγγελοι για τον καθένα απ’ αυτούς. Ειρήνευε λοιπόν, δούλη του Θεού Ευδοκία, κι έχε θάρρος.

Αυτά της είπε ο αρχάγγελος, τη σταύρωσε τρεις φορές και πέταξε στον ουρανό.

Μετά τη θεϊκή εκείνη οπτασία, η Ευδοκία βαπτίστηκε στο όνομα της Aγίας Τριάδος, μοίρασε τα αμύθητα πλούτη της στους φτωχούς – χρυσό, μαργαριτάρια, πολύτιμα πετράδια, αργυρά σκεύη, στολίδια, μεταξωτά, χρυσοΰφαντα, χωράφια, αμπέλια, νομίσματα- και αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στον αγαπημένο της Κύριο.

Αργότερα τη συλλαμβάνουν οι στρατιώτες του ηγεμόνα και την οδηγούν στο μαρτύριο. Στο δρόμο προπορεύεται με μια λαμπάδα και της φέγγει ο φύλακας άγγελός της, αόρατος από τους συνοδούς της.

Κι όταν ο ηγεμόνας πρόσταζε να της βγάλουν τα ρούχα και να την κρεμάσουν, κάποιος στρατιώτης είδε ένα νέο αστραπόμορφο, ντυμένο στα λευκά, που συζητούσε με την αγία και τη σκέπαζε μ’ ένα λεπτό ύφασμα, για να μη φαίνεται η γύμνωσή της.

Κι αφού υπέμεινε πολλά μαρτύρια, κι έκανε με τη δύναμη του Χριστού θαυμαστά σημεία, έκλινε τον αυχένα στο σπαθί του δημίου και τελείωσε έτσι το δρόμο του μαρτυρίου της.

Από τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here