Ένα σπίτι πολύ αγαπητό μου περνούσε κρίση και κόντευε να διαλυθεί. Είχαν τόσο κουρασθεί και οι δυο σύζυγοι από τις πολλές φουρτούνες, ώστε δεν είχαν ούτε πέντε λεπτά για να ξεκουραστούν και να κουβεντιάσουν την αγάπη τους και τα όνειρά τους, που έκαναν όταν είχαν ξεκινήσει την ζωή τους.

Το έμαθα και προσπάθησα τηλεφωνικώς να βοηθήσω, διότι ήταν μακριά μου, αλλά μου έλεγαν πως δεν υπάρχει χρόνος. Λέω και εγώ, θα σας κανονίσω τώρα.

Ερωτώ λοιπόν την γυναίκα: Μήπως έχεις δόντια, που σου πονάνε και χρειάζονται φτιάξιμο; Ναι, λέει, έχω. Τότε να πας σε έναν οδοντίατρο. Και της συνέστησα κάποιον γνωστό μου.

Συνεννοούμαι εν τῳ μεταξύ με τον οδοντίατρο και του λέω: Βάλε την στην καρέκλα και κράτησέ την όσες ώρες μπορείς. Πήγε η σύζυγος και κάθισε έξι ολόκληρες ώρες.

Της έβαλε εκείνος τροχούς, της έκανε σφραγίσματα, ό,τι είχε και δεν είχε προσπάθησε να της τα φτιάξει. Όταν τελείωσε, επέστρεψε στο σπίτι της παρακαλώ, αγκάλιασε και φίλησε τον σύζυγό της για πρώτη φορά, μετά από έξι μήνες!

Γιατί; Διότι επί έξι ώρες κάθισε στην πολυθρόνα και ξεκουράστηκε. Ο τροχός, ο φόβος, η αγωνία που είχε στην αρχή για τα δόντια, την έκαναν να τα ξεχάσει όλα, και ύστερα από μισή, από μια ώρα, συνήθισε και δεν φοβόταν τίποτα.

Αφέθηκε λοιπόν στον οδοντίατρο, χαλάρωσαν τα νεύρα της, αγαλλίασε η ψυχή της και θυμήθηκε τον σύζυγό της. Θυμήθηκε την μοναξιά της, τα μάτια της έβγαλαν δάκρυα, ενώ τα δόντια της δεν πονούσαν πια, και οι σύζυγοι αγαπήθηκαν ακόμη μια φορά.

Άραγε, μας χρειάζεται οδοντιατρείο, για να μένουμε μόνοι μας και να έχουμε λίγη ησυχία; Όχι, αδελφοί μου. Άς μάθουμε να έχουμε τον προσωπικό μας χρόνο, που θα ανήκει στον Θεό, και θα δείτε ότι αυτό θα είναι ανάσταση στης ζωής μας.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here