Κάποτε πήγε ένας σατανάς και ηπείλησε έναν μοναχόν και του είπε. πού θα μου πας, δεν σ’ έβαλα στο χέρι μέχρι τώρα, αλλά στα 40 χρόνια που θα ζήσης ακόμα, θα σε βάλω, δεν θα μου γλυτώσης, και έφυγε.

Ο μοναχός επήρε στο νου του τα 40 χρόνια. 40 χρόνια ακόμη, τότε έχω περιθώριο.

Έχω 40 χρόνια, είναι αρκετά, δεν πάω μέχρι το χωριό να ιδώ, υπάρχει κανένας από τους δικούς μου;

Και έρχομαι;

40 χρόνια ακόμη, πόσο θα κάμω, 5 μέρες, 10 μέρες.

Έχω 40 εδώ και 40 ακόμη 80, δεν χάθηκε ο κόσμος για 5-10 μέρες.

Ας πάω να δω, μήπως υπάρχει η μητέρα μου, υπάρχει κανένας από τους συγγενείς μου, άνθρωποι του Θεού και αυτοί, να τους πω και δυο λόγια, άλλωστε.

Δικαιολογία όμορφη του σατανά, να τον βγάλει από τον τόπον του, βέβαιος ότι θα τον βγάλει και από τον τρόπον του. και δεν έβλεπε πότε να ξημερώση ο γέροντας.

Το πρωί επήρε το σακουλάκι του και το ραβδί του και άρχισε να κατηφορίζη.

Ο Θεός τον λυπήθηκε και τον έστειλε έναν άγγελο μπροστά και τον λέγει. «για πού με το καλό;». «Να, πηγαίνω κάτω». «Γύρισε πίσω, σε λυπήθηκε ο Θεός και μ’ έστειλε να σου πω ότι σ’ εξηπάτησε ο σατανάς».

Ήρθε στον εαυτό του αυτός και επέστρεψε κλαίγοντας για το πάθημα. και την τρίτην ημέραν απέθανε.

Τα 40 χρόνια του σατανά ήσαν 3 ημέρες στου Θε­ού τον λογαριασμό.

 Απ της Ομιλίες του Ιεροκήρυκος Δημητρίου Παναγοπούλου.
Αναφέρεται εις το Γεροντικόν

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ