Από τον Άγιο Γαβριήλ τον δια Χριστόν Σαλό απο την Τυφλίδα της Γεωργίας.

Όσοι φορούν Σταυρό, όσοι κάνουν συχνά τον σταυρό τους και είναι κοντά στην εκκλησία γλυτώνουν από πολλά κακά.

1) Μια γυναίκα, της οποίας ο γιος είχε πεθάνει από μάγια, πήγε απαρηγόρητη στον π. Γαβριήλ.

Είχε αυτοκτονήσει πέφτοντας από το μπαλκόνι.

Αφού του διηγήθηκε τα πάντα, ο π. Γαβριήλ της απάντησε αυστηρά:

– Αφού βρήκες στο σπίτι ένα μαύρο αντικείμενο και σ’ έβαλε σε υποψίες, γιατί δεν το πέταξες;

Αυτά ήταν μάγια.

Μετά, που έτρεχες κιόλας τον γιο σου στους μάγους για να τον βοηθήσουν τάχα να λυθεί από τα μάγια, δεν ήξερες ότι θα πάθαινε χειρότερα;

Αυτές είναι δουλειές του Πονηρού κι εσύ μόνη σου κατέστρεψες τον γιο σου.

Ταυτόχρονα τον πήγαινες και στην εκκλησία. Αφού ξέρεις πως δεν μπορείς να είσαι υπηρέτης δύο (αντιπάλων) αφεντάδων.

Ή στο έναν θα υπακούς ή στον άλλον.

Αν έφερνες τον γιο σου σε μένα, τότε μεταξύ μας θα βρισκόταν ο Χριστός και δεν θα γινόταν τίποτα.

Έπειτα όμως την παρηγόρησε, λέγοντάς της:

– Μη φοβάσαι. Εκείνος είναι πληγωμένος από τον Πονηρό. Και από τον άνθρωπο που έχασε τα λογικά του ο Θεός δεν θα ζητήσει λόγο για τις ( μετά την απώλεια της λογικής) αμαρτίες του…

2) Ένας ιερέας διηγείται:

«Ο π. Γαβριήλ προσπαθούσε πάντα να μας προφυλάξει από την επήρεια του κακού με την προσευχή του αλλά και τις συμβουλές του.

Έλεγε, για παράδειγμα, πως η μαγεία και η καφεμαντεία είναι δεμένες όπως το ψωμί με το ζυμάρι, ενώ έδινε πολύ μεγάλη σημασία στη δύναμη της προσευχής κι έλεγε πως είναι ένα από τα πιο ισχυρά όπλα στα χέρια του καλοπροαίρετου χριστιανού.

– Τι νομίζετε; Το κακό, η μαγεία, δεν είναι μόνο αυτό που κάνει ο μάγος.

Το κακό μπορεί να το κουβαλάει και ο απλός άνθρωπος.

Μπορεί ακόμη και ο καλόπιστος.

Γι’ αυτό λέγε πάντοτε την Γεωργιανή ευχή της «προϋπάντησης»:

«Κύριε ο Θεός, απάλλαξέ μας από τις κακές προθέσεις για να πράττουμε εν ειρήνη το θέλημά Σου. Αμήν».

Σταύρωσε και την πόρτα στο όνομα της Αγίας Τριάδος.

Αν υπάρχουν υποψίες ότι στο σπίτι έχουν κάνει μάγια, πρέπει να φέρουν τον ιερέα να διαβάσει «ευχές κατά της μαγείας» και έτσι να ευλογηθεί το σπίτι.

Ο ιερέας δεν πρέπει να φέρει απλώς τον αγιασμό από την Εκκλησία, αλλά να κάνει μικρό αγιασμό καί μέσα στο σπίτι και με αυτό να το ραντίσει.

Από μόνος του όμως ο αγιασμός δεν διώχνει τη δαιμονική ενέργεια!

Αλλά, αν δεν έχουν γίνει μάγια, ένας απλός αγιασμός είναι αρκετός.

3) Είπε ακόμη ο άγιος γέροντας Γαβριήλ:

– Κήρυττα τον Χριστό όταν πέρασε από μπροστά μου ένα ανδρόγυνο που τσακωνόταν. Η καρδιά μου με οδήγησε να πάω κοντά τους. Κόντευαν να χωρίσουν.

Παρακάλεσα τον νεαρό να του μιλήσω ιδιαιτέρως.

Συναντηθήκαμε στο ναό και του είπα πως ξέρω ότι του έχουν κάνει μάγια, γι’ αυτό και δεν μπορεί να έχει συζυγικές σχέσεις με τη γυναίκα του και πως, αν με ακούσει, θα τον βοηθήσω.

Εκείνος με άκουσε.

Μόνοιασε με τη γυναίκα του και έκαναν δύο παιδιά (όπως του προείπε ο Γέροντας).

4) Προ καιρού, μια γειτόνισσα με παρακάλεσε να τη βοηθήσω γιατί ήξερε πως της είχαν κάνει μάγια.

Πήγα, παίρνοντας το Μεγάλο Ευχολόγιο, αγίασα το σπίτι και ύστερα διάβασα, σύμφωνα με τον κανόνα, τις ευχές κατά της μαγείας.

Η καρδιά μου με πληροφόρησε πού ήταν τα μάγια.

Τα έβγαλα και τα έκαψα στη μέση της αυλής.

Μερικές μέρες αργότερα, πηγαίνοντας προς τη λαϊκή αγορά, δεν ξέρω γιατί, πέρασα απ’ αυτό το σπίτι.

Μπήκα στην αυλή και τους χαιρέτησα όλους. Γιατί μπήκα και τι ήθελα δεν ήξερα.

Γυρνώντας να φύγω, σκόνταψα και έπεσα κάτω με την πλάτη, όπου κόλλησα ακριβώς στο σημείο εκείνο που την προηγούμενη μέρα είχα κάψει τα μαγικά αντικείμενα.

Κατάπια και τη γλώσσα μου.

Ήρθαν οι γείτονες και δεν μπορούσαν να με σηκώσουν.

Ήμουν έτσι ξαπλωμένος, σαν να με είχαν καρφώσει στο έδαφος.

Κι εκείνη τη στιγμή κατέφθασε ένας γνωστός μου ιερέας, ο οποίος μου είπε ότι η καρδιά του τον πληροφόρησε να με βρει.

Μου διάβασε ευχές, με ράντισε με αγιασμό, με σταύρωσε και με σήκωσε εύκολα.

Τότε είπα: «Στο σημείο αυτό έκαψα τις προάλλες τα μάγια και, από την απροσεξία μου, έμπλεξα στην παγίδα του Πονηρού».

5) Μια πιστή θυμάται:

«Κάποια γειτόνισσά μου, που μόλις είχε επιστρέψει από τον π. Γαβριήλ, δεν μπορούσε να περπατήσει.

Ήρθε σπίτι και παραπονιόταν στη μητέρα μου:

– Ποιος είναι αυτός; Από την ώρα που με σταύρωσε δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου.

Η μητέρα μου μετέφερε τα λόγια αυτά στον π. Γαβριήλ και εκείνος, συνοφρυωμένος, της απάντησε:

– Εγώ, σε κανέναν δεν έκανα κακό.

Απλώς εκείνη έπαθε αυτό που επιθυμούσε να πάθετε εσείς !

Αργότερα, αφότου πέθανε η μητέρα μου, η θεία μου με ρώτησε αν είχαμε τίποτα ρούχα της, διότι μια κοινή μας γνωστή ισχυριζόταν ότι την είδε στ’ όνειρό της γυμνή και της ζητούσε να της δώσει ρούχα να ντυθεί.

Και έτσι σκέφτηκε να της στείλει ρούχα μέσω κάποιου που πέθανε στο χωριό μας.

Όλα αυτά τα αναφέραμε στον π. Γαβριήλ. Ο Γέροντας μας άκουγε σκεπτικός και ξαφνικά, με φωνή που δεν έμοιαζε ανθρώπινη, φώναξε:

-” Ου! Σατανά! κουνώντας τις γροθιές του.”

Σκέφτηκα μήπως τρελάθηκε.

Μόλις ηρέμησε, μας είπε:

– Μη δώσετε επ’ ουδενί τα ρούχα που σας ζήτησε. Θέλουν να κάνουν πιο δυνατά μάγια στο νεκρό.

Κι από τότε κανείς δεν μας ξαναζήτησε τίποτα».

6) Μια νύχτα που ο π. Γαβριήλ βρισκόταν στην Τυφλίδα, Άγγελος Κυρίου τον ξύπνησε και τον διέταξε να τον ακολουθήσει.

Πήγαν στο νεκροταφείο Χοντζεβάνι. Εκεί του είπε ν’ ανοίξει έναν τάφο.

Ο Γέροντας, χωρίς να πει λέξη, υπάκουσε κι άρχισε να σκάβει.

Μετά από αρκετή ώρα δουλειάς, βρήκε μερικά παράξενα αντικείμενα, μαζί με μια κούκλα χειροποίητη, καρφωμένη με πολλές βελόνες. Ο άγγελος τον διέταξε να τα πετάξει όλα πίσω του, έτσι που να μην ακουμπάνε το ένα το άλλο.

Τρεις μέρες ύστερα, είδε ένα όνειρο. Μας διηγήθηκε ο ίδιος:

«Βρισκόμουν σ’ ένα χωριό με Τατάρους. Προχωρώντας, έβλεπα αριστερά μου και δεξιά μου σπίτια με άσπρες ταράτσες.

Σ’ ένα σπίτι έμενε όρθιος μόνο ένας τοίχος κι αυτός ήταν έτοιμος να πέσει.

Κοντά στον τοίχο ήταν μια νέα γυναίκα με μαντήλα κι ένα μωρό στην κούνια που το λίκνιζε.

– Γυναίκα, πάρε από εκεί την κούνια. Θα πέσει ο τοίχος και θα σας σκοτώσει και τους δύο.

Εκείνη δεν μου έδωσε σημασία και συνέχισε να κουνάει την κούνια.

Την προειδοποίησα τρεις φορές.

Την τρίτη φορά, με κοίταξε ήρεμα και χαμογελώντας μου είπε:

— Εσύ μου έκανες τέτοια καλοσύνη, που όχι ο τοίχος, αλλά τίποτα δεν θα μπορέσει πια να μας κάνει κακό».

Πηγή Από το βιβλίο του Μαλχάζι Τζινόρια
«Ο ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ»
(1929-1995)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here