Κάποτε ένας γέροντας μοναχός κατέβαινε από το βουνό με τον υποτακτικό του στην πόλη. Όπως κατέβαιναν λοιπόν, αριστερά του δρόμου βρίσκονταν ένα ψόφιο ζώο, και καλοκαίρι όπως ήταν βρωμούσε.

Μπροστά τους όμως πήγαινε ένας ψηλός, ο οποίος πέρασε χωρίς να πιάσει τη μύτη του από τη βρώμα, εφ’ όσον αυτοί, αν δεν πιάναν την μύτη τους, δεν μπορούσαν να περάσουν.

Τους έκανε εντύπωση επειδή αυτός δεν έπιασε τη μύτη του, δεν είπαν τίποτα όμως μεταξύ των. Προχωρούν πιο κάτω και βρίσκουν ένα σκύλο ψόφιο, το ίδιο αυτός ο ψηλός, δεν έπιασε την μύτη του, αυτοί οι δύο ξαναπιάσανε τη μύτη τους.

Προχωρούν, φτάνουν προς την πόλη, πάντοτε ο ψηλός προπορεύετο. Από την πόλη όμως ερχόταν μια κοπέλα, ωραία ντυμένη, ωραία όπως εμείς νομίζουμε.

Όταν πλησίαζε αυτή, αυτός πιάνει την μύτη του, του μικρού υποτακτικού του φάνηκε περίεργο, και ρωτάει τον γέροντα. Γέροντα είδες τίποτα ; λέει, κάτι είδα.

Τί είναι αυτό ; περάσαμε από το ζώο το ψόφιο, δεν έπιασε τη μύτη του και από τον σκύλο τον ψόφιο, τώρα που έρχεται η κοπέλα αυτή από εκεί, τόσο ωραία κλπ. πιάνει τη μύτη του, τί συμβαίνει ; του λέει, τρέξε να τον φτάσουμε. Πλησιάζουν λοιπόν και του λένε. ευλόγησον. ο Κύριος να ευλογεί.

Θέλουμε να σε παρακαλέσουμε να μας πεις τί είσαι ; άνθρωπος ή τίποτε άλλο ; Λέει, γιατί ρωτάτε ; Όταν περάσαμε από τις βρωμιές αυτές δεν έπιασες τη μύτη σου, και την πιάνεις τώρα που έρχεται η γυναίκα αυτή ; εγώ είμαι άγγελος, λέει, δεν είμαι άνθρωπος και με έστειλε ο Θεός να σας δείξω τί του βρωμάει αυτού.

Αυτού δεν του βρωμάει η βρωμιά αυτή, αλλά του βρωμάει η βρωμιά του εγωϊσμού, αυτού που έρχεται από κει, όλα αυτά που έχει φτιάξει αυτή στο κεφάλι της και όπως αυτή έχει ντυθεί βρωμάνε του Θεού και γι’ αυτό με έστειλε. και είναι μια αλήθεια αυτό το πράγμα.

ΠΗΓΗ : ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΙΚΟΝ ΤΕΥΧΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΔΗΜ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, εκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», σ. 42 κ.ε.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ