Τον ίδιο καιρό που ζούσαν στην Κερασιά οι γεροντάδες π. Χατζή-Γεώργιος και π. Παχώμιος, στο κελλί των Αγίων Αποστόλων ζούσε ο Σαλός μοναχός π. Διονύσιος, Έλλην το γένος. Αυτός γεννήθηκε το 1814 και ήρθε στο Άγιον Όρος 28 έτη από τη γέννησή του, συνεπώς το 1842.

Στην αρχή προσήλθε στη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, σε κάποιον γέροντα π. Νικηφόρο, με τον οποίον ζούσε και άλλος υποτακτικός, ο μοναχός π. Παρθένιος, που είχε πάθει στην υγεία του υπομένοντας την αυστηρότητα του γέροντα. του είχε δημιουργηθεί ένα είδος αργής φυματίωσης.

Γι΄ αυτό το λόγο ο π. Παρθένιος, με την ευλογία του γέροντα, αγόρασε για τον εαυτό του το κελλί του μεγαλομάρτυρος αγίου Γεωργίου, όπου μετακόμισε, παίρνοντας μαζί του και τον Διονύσιο. εκεί τον έκανε μοναχό.

Μ΄ αυτόν τον γέροντα ο Διονύσιος έζησε περίπου 14 χρόνια κι έπειτα αγόρασε με τη σειρά του το κελλί των Αγίων Αποστόλων στη Κερασιά. Εκεί έζησε περίπου 20 χρόνια σε μεγάλη πενία, ως έσχατος των επαιτών.

Ο μικρός ναός, όπως και το ενδιαίτημά του, ήταν φτωχά με όλη τη σημασία της λέξεως. Άγνωστο πως προμηθευόταν λάδι για τα καντήλια, διότι δεν είχε με τί να αγοράσει, πόσο μάλλον που μόνο λίγο πριν το θάνατό του άρχισε να δέχεται ελεημοσύνες.

Πρωτύτερα δεν δεχόταν από κανένα τίποτα. Τα ρούχα του, μια φορά που τα φορούσε, δεν τα άλλαζε ποτέ.

Κοντά στο κελλί υπήρχε ένα μικρό αμπέλι και κάτι καρποφόρα, για τα οποία, όπως και για το ίδιο το κελλί, εντελώς αδιαφόρησε και τόσο τα εγκατέλειψε ώστε χορτάριασαν εντελώς.

Η αδιαφορία του όμως αυτή, αν και του επιτρεπόταν με σκοπό την ολοκληρωτική του εμβάθυνση στη σκέψη του Θεού και τη προσευχή, τον βοήθησε, εκθέτοντάς τον σε μεγάλο πειρασμό : επανειλημμένως η Λαύρα του υπενθύμισε να φροντίσει το κελλί του, όπως ήταν υποχρεωμένος. αυτός όμως δεν έδωσε προσοχή.

Τελικά η Λαύρα άρχισε να απειλεί πως θα τον έδιωχνε αν δεν διόρθωνε το κελλί του που ρήμαζε κι αν δεν καλλιεργούσε τον κήπο του.

Ορισμένοι προεστοί, που γνώριζαν και εκτιμούσαν τον γέροντα ως άνθρωπο έξυπνο, συνεκράτησαν τους υπόλοιπους να μην τον εξορίσουν. Ο γέροντας όμως, αργότερα, άρχισε να μην απορρίπτει τις δωρεές.

Και ιδού τι προηγήθηκε : τέσσερα περίπου χρόνια νωρίτερα κάποιος συνάντησε τον γέροντα μακριά απ΄ το κονάκι του. Τον συμπόνεσε, λοιπόν, του έδωσε ένα τουρκικό νόμισμα και συνέχισε τον δρόμο του.

Το νόμισμα εκείνο ξάφνιασε τον αφιλοχρήματο γέροντα τόσο, που αναζήτησε τον άνθρωπο και του επέστρεψε το νόμισμα λέγοντας : “Για ποιό λόγο μου το έδωσες ; Ρούχα φορώ, ψωμί έχω. τί να τα κάνω τα λεφτά ;”.

Ο π. Διονύσιος είχε εμφανώς στενοχωρεθεί πάρα πολύ με την πρόθεσή του να κρατήσει το νόμισμα, εν τούτοις τον προτρέψανε να το κρατήσει για το λάδι της εκκλησίας. Ο γέροντας κράτησε το νόμισμα, κοντοστάθηκε για λίγο σε βαθύ συλλογισμό και, ξάφνου, απέθεσε το νόμισμα καταγής, εσηκώθη κι έφυγε βιαστικά.

Ο μύχιος βίος του ήταν, όπως φαίνεται, αφιερωμένος εντελώς στον Θεό, ο Οποίος μερίμνησε γι΄ αυτόν ως αφοσιωμένο δούλο Του.

Ο γέροντας είχε τελειώσει την νοερά προσευχή σε υψηλό βαθμό, ενώ απέκρυπτε το γεγονός με διάφορες αλλοκοτιές, προσπαθώντας να εμπνεύσει σ΄ όσους τον εγνώριζαν πώς ήταν χαμένος άνθρωπος και πλανεμένος.

Με ελάχιστους άνοιγε συζήτηση, η οποία, εν τούτοις, αποκάλυπτε το βάθος της σοφίας και της πείρας του στην πνευματική ζωή. Με τους υπόλοιπους άνοιγε τέτοια συζήτηση, που, αν δεν τον γνώριζες, εύκολα τον έλεγες παράφρονα.

Ο γέροντας έλεγε : “Σήμερα οι μοναχοί σώζονται μόνο δια του πειρασμού, διότι αρετή δεν υπάρχει. όσοι δεν υποστούν τη δοκιμασία του πειρασμού, θα ευρεθούν με τους παλαιότερους Πατέρες, που πολλά εργάζονταν.

Αρκεί να αντέξει κανείς τον πειρασμό, διότι η αγόγγυστη υπομονή ισοδυναμεί με προσευχή. Ο διάβολος μας πειράζει όχι όσο εκείνος θέλει, αλλά όσο του επιτρέπει ο Θεός. Με τις δολοπλοκίες του ο εχθρός επιχειρεί να αμβλύνει τη συνείδηση του ανθρώπου, του εμπνέει απελπισία και απόγνωση ή του καταφέρει καύχηση και έπαρση για ανύπαρκτη αγιότητα.

Οι πανουργίες και οι κατεργαριές του – πλήθος. Σ΄ όσους επιθυμούν τη σωτηρία, εκείνος ρίχνεται σα λυσσασμένος σκύλος………….. Εγώ του έχω πει : “Διάβολε, κάνε με ό,τι θέλεις ! Τίποτα, δεν θα κατορθώσεις. Πνευματικό έχω και κοινωνώ των Αγίων Μυστηρίων. Τί να κατορθώσεις με τις δολοπλοκίες σου ;”.

Προσκαλώντας τον γέροντα σε ευρύτερη συζήτηση τον ρωτήσαμε : “Άραγε και στη μόνωση δεν υπάρχουν πειρασμοί ; Άραγε κι εσύ, ζώντας εδώ, δεν απέκτησες κάποιες ιδιαίτερες εμπειρίες ;”.

– “Ώ ! πόσους πειρασμούς δεν μου έστειλε ο εχθρός και πόσες δεν ήταν οι πλεκτάνες του ! Απέκτησα πείρα και άλλων τόπων, εν τέλει όμως απεφάσισα να υπομείνω εδώ, σ΄ αυτό εδώ το μέρος, γνωρίζοντας ότι τους πειρασμούς δεν τους αποφεύγεις πουθενά !

Αν θέλεις να μη σε μάχεται ο εχθρός, πιές, φάε, κοιμήσου και κάνε ό,τι του είναι επιθυμητό. δεν πρόκειται να σ΄ ενοχλήσει ούτε με πειρασμούς ούτε με σκοτούρες.

Είναι σαν τον σκύλο. δεν τον πειράζεις, κάθεται ήσυχος. τον πείραξες, χυμά να σε δαγκώσει. Πρέπει να έχεις έμπειρο πνευματικό και σύμβουλο, τον οποίον να ευλαβείσαι, διότι εκεί, στην ευλάβεια, περικλείεται η ταπείνωση”.

Κάποτε, Μεγάλη Παρασκευή, μαζεύτηκαν σ΄ ένα κελλί διάφοροι γέροντες ερημίτες για να κάνουν την αγρυπνία του Μεγάλου Σαββάτου. Δύο απ΄ αυτούς, που ήρθαν από την αρχή, στάθηκαν στα στασίδια δίπλα στην πόρτα.

Ήταν ήδη σκοτεινά αλλά αυτοί πρόσεξαν ότι δίπλα στην πόρτα, σε μια γωνία, στεκόταν κάποιος και πλησίασαν σιγανά για να δουν. Ήταν ο γέροντας Διονύσιος, ο οποίος ευρίσκετο εν εκστάσει νοός προς τον Θεό. όταν το σώμα φαντάζει εξαϋλωμένο.

Κατάλαβαν ποιός ήταν και αναρωτήθηκαν μεταξύ τους : “Τον είδες τον σαλό ;” “-Τον είδα. Κοίτα που βρίσκεται τώρα ! “. Δίχως βαθειά ευλάβεια δεν μπορούσαν να κοιτάξουν τον γέροντα, διαισθανόμενοι που είχε εξυψωθεί η ψυχή του από το βάθος της νοεράς προσευχής της καρδιάς.

Επί πολλήν ώρα ο π. Διονύσιος δεν τους είχε αντιληφθεί, που τον είχαν πλησιάσει. όταν συνήλθε και τους πρόσεξε, άρχισε αμέσως τις συνηθισμένες του αλλοκοτιές για να νομισθεί παράφρων.

Ο γέρων πατήρ Διονύσιος ετελειώθη το 1880.

ΠΗΓΗ : ΠΡΩΤΑΤΟΝ, αρ. 6, Έτος 1, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1983, σ. 114 κ.ε.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ