[………………]
Ήρθε και ο Γέρων Παίσιος και άρχισε η αγρυπνία………………… Και το βλέμμα μου δειλό έπεφτε στον καθ΄ όλην την αγρυπνίαν όρθιον ιστάμενον Γέροντα Παίσιον που ήταν στο αριστερό γεροντικό στασίδι, έχοντας ριγμένο στους ώμους του το κουκούλιον, σαν είδε, φαίνεται, που οι άλλοι πατέρες δεν το εφορούσαν.
[…………….]
Η αγρυπνία προχωρούσε και δεν θα ξεχάσω την στιγμή που μετά τα καθίσματα του Ψαλτηρίου, αφού είχα διαβάσει και τον Εξάψαλμο, ψάλλαμε τον Πολυέλαιο. Αριστερά έψαλλε ο Γέροντας Παίσιος και η ταπεινότης μου δεξιά. Τί φωνούλα ήταν αυτή !
Προσπάθησα να ψάλλω όμοια μ΄ αυτόν. Μου φαινόταν πως έψαλλε παιδάκι κι όχι εβδομηκοντούτης Γέροντας. Μάλιστα είχε τόση χαρά έκδηλη και όλος κινούνταν στο παλιό στασίδι, που συνεχώς του κρατούσε με τα τριξίματα του το ίσο, λες και χόρευε !
Έφθασε δε και η ώρα για την “Τιμιωτέρα”. Ο Κανονάρχης ήλθε και μου είπε σιγά στο αυτί, να ψάλλω δεύτερος, δηλαδή εννοούσε να αφήσω τον Γέροντα Παίσιο να ψάλλει πρώτος το “Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριο”.
Όμως δεν κατάλαβα καλά και ενόμισα ότι μου είπε να ψάλλω σε δεύτερο ήχο. Και άρχισα πρώτος, μια που είχα πάρει τέτοια φόρα, να ψάλλω το “Μεγαλύνει”. Τότε ακούσθηκε σχεδόν απ΄ όλους ένα παρατεταμένο “Σσσσσσσσσσσσσσσσσσ !!!”.
Ξαφνιασμένος γύρισα και το βλέμμα μου έπεσε πάνω στον Γέροντα Παίσιο, που με καθησύχαζε με την χαρακτηριστική κίνηση του χεριού του, μάλιστα έκαμε δύο τρία βήματα προς εμέ.
Δέχθηκε ταπεινά, ενώ το εδικαιούτο ως Γέροντας το πρωτείο του ψαλσίματος, να ψάλλω, ο αρχάριος και ανίδεος από τυπικά, πρώτος.
Έγινε και διακοπή περίπου τρία τέταρτα σαν τελείωσε ο Όρθρος. Ο Γέροντας Παίσιος αποσύρθηκε και οι άλλοι πατέρες καθίσαμε στο “συνοδικό” του κελλιού [……………..]
Εντύπωση μου έκαμε όταν την ώρα του Κοινωνικού στην πλαϊνή πύλη του Ιερού διαβάστηκε η συγχωρητική ευχή. Πρώτος ο Γέροντας Παίσιος έτρεξε ανάλαφρα προς τα εκεί και με το βλέμμα του λες και συμμάζεψε όλους τους πατέρες γονατιστούς κάτω από το πετραχήλιον του Ιερέως.
Αξέχαστη δε θα μου μείνει η ματιά του, σαν γύρισε να ιδεί εμάς που μείναμε πίσω, λες και μας αναζητούσε η μάνα μας.
Σαν τελείωσε και η Θεία Λειτουργία ………………… Εκεί που λοιπόν που καθόμουν είδα να έρχεται μόνο ο Γέροντας. Αλλά πιστέψτε με, αδελφοί μου, το πρόσωπόν του είχε τόσο αλλοιωθεί, που ένα απαλό κόκκινο χρώμα είχε απλωθεί στο ωχρό πριν και κουρασμένο πρόσωπό του και τα χείλη του ήταν τόσο γλυκά και αστραποβολούσαν τα μάτια του και ολόκληρος έφεγγε από ένα φως αλλιώτικο, χαροποιό και μυστικό, και μ΄ έκαμε μέσα από τα σπλάχνα μου να αγαλλιάσω πρωτόγνωρα.
Σηκώθηκα σαν έφθασε μέσα, μα μου έκαμε νόημα να καθίσω αμέσως. Καθίσαμε μόνοι μας λίγη ώρα αμίλητοι και ακίνητοι. Είχα τέτοια εσωτερική αγαλλίαση που καθόμουν δίπλα του και δεν ήθελα τίποτε άλλο, απ΄ αυτήν την ανέκφραστη ανάπαυση. Ήλθαν και οι πατέρες. Ο
Γέροντας είπε ότι είναι πολύ καλή η λαβίδα του αγίου ποτηρίου και έτσι θα πρέπει να είναι όλες, να κοινωνάει ο πιστός άνετα δίχως να υπάρχει κίνδυνος. Οι πατέρες τον ερωτούσαν διάφορα πράγματα.
Ο Γέροντας ήταν σαν ντροπαλός και συμμαζεμένος, δεν είχε κανένα αέρα απάνω του όταν έδιδε τις απαντήσεις, μόνον ένιωθες ότι αυτά που έλεγε τα είχε πρώτα επεξεργασθεί μέσα του και έβγαιναν ως αύρα λεπτή που καθόταν στα φυλλοκάρδια σου.
Όταν ρωτήθηκε μια στιγμή μάλιστα, για την διαφορά μεταξύ ονείρου και οράματος έδωσε μίαν πολλή σοφή και σαφή απάντηση. Δεν την γράφω φοβούμενος ότι θα τον αδικήσω στην διατύπωση.
Θυμάμαι όμως με ακρίβεια ότι άρχισε να λέει : “Μου λέει ο λογισμός μου” και “δεν ξέρω, ο λογισμός μου το λέει”. Αλλά όλοι μας, θαρρώ, καταλάβαμε πλήρως ότι ο άνθρωπος αυτός δεν είπε την γνώμη του αλλά ό,τι είχε ζήσει, δημιουργώντας άθελά του κατάσταση οράματος.
Έφεραν και γλυκό καλό (χαλβάς σιμιγδαλένιος με λάδι). Ο Γέροντας έφαγε μία-δύο κουταλιές.
Πάνω στην συζήτηση λες και απευθύνθηκε σε μένα σε μένα ειδικά, έκαμε μίαν προέκταση, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα να θυμηθώ μιάν λησμονημένη αμαρτία που την είχα αφήσει ατακτοποίητη. Τον ευγνωμονώ δι΄ αυτό. Μυστικώς με ώθησε στην αναγνώριση και ανακάλυψή της.
Περίπου μία ώρα κράτησε αυτή η ευλογημένη συζήτηση στο μικρό αρχονταρίκι του Κελλιού. Ευγενικά και με ένα σπάνιο ήθος άρχοντος και οικοδεσπότου, μας προέπεμψε όλους τις την εξώθυρα και τον αυλόγυρο του Κελλιού του.
Αλλ΄, ω των μυστηρίων Σου Χριστέ !, ενώ δεν είχε χαράξει η αυγή ακόμη και σκότος επικρατούσε, (είχαμε, θυμάμαι καλά, ανάψει τους φανούς μας), τί φως ήταν αυτό που εκύκλωσε όλη την ομήγυρίν μας !
Και μέχρι ν΄ απομακρυνθεί ο Γέροντας Παίσιος μαζί με τον παπά ανεβαίνοντας για το Κελλίον του, αυτό το φως περιέλουζε τα πάντα. τους λευκούς τοίχους του Κελλιού, το εργατόσπιτο, την αυλή, τα μαύρα ράσα των πατέρων……………
Ο Γέροντας με μεγάλη ευγένεια και σοβαρός μ΄ ευχαρίστησε που “ετίμησα” με την παρουσία μου την αγρυπνία. Είχα όμως τόσο απορροφηθεί στο φως αυτό, που δεν θυμάμαι καν να τον εχαιρέτησα ή τους άλλους πατέρας. [……….]
(Αφήγηση του μοναχού Συμεών – Αγρυπνία της Αποτομής της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου, μια Κυριακή του 1988, σ΄ ένα απόμερο Κελλί μέσα στην Λαγκαδιά κάτω από το Κουτλουμούσι).
ΠΗΓΗ : “ΠΡΩΤΑΤΟΝ”, ΙΟΥΛΙΟΣ – ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1998, αριθ. 71, σελ. 50 κ.ε.