Στανιλοάε Δημήτριος

Πρεσβύτερος (+)

Μέσα στὴν μυστηριακὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀνακαλύπτει κανεὶς ξανὰ τὴν μυστηριακὴ δομὴ τοῦ κόσμου.

Ὁ κόσμος δὲν ἔχει ἔννοια, παρὰ μόνο ἂν τὸν ἀποδεχτοῦμε σὰν δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο.

Ὁ κόσμος εἶναι ἡ ἄμπελος ποὺ δόθηκε στοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ κόσμος ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν κόσμο, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (18 ὄμ. εἰς Ρωμαίους).

Ὅλα εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἄμπελος τῆς ἀγάπης του. Μ’ ὅλα ἐπιβεβαιώνεται καὶ μᾶς μεταδίδεται ἡ πλημμύρα τῆς θείας ἀγάπης, ἡ εὐδοκία καὶ ἡ χάρη Του. Κατὰ συνέπεια, ὅλα εἶναι μυστήριο, ὅπως καὶ κάθε δῶρο πού μᾶς κάνει καθένας ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας, εἶναι δεῖγμα καὶ φορέας τῆς ἀγάπης του γιὰ μᾶς.

Ὅμως τὸ δῶρο ἀπαιτεῖ μία ἀπάντηση

πάλι μὲ δῶρο, γιὰ νὰ μπορέσει ἔτσι νὰ πραγματοποιηθεῖ τὸ κύκλωμα τῆς ἀγάπης. Γιὰ τὸν λόγο, ὅμως, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ δώσει τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ τοῦ ἔχει δοθεῖ γιὰ τὶς ἀνάγκες του, τὸ δῶρο του εἶναι θυσία ποὺ τὴν προσφέρει στὸν Θεό, ὡς ἐκδήλωση ἀναγνώρισης.

Τὸ δῶρο λοιπὸν τῶν ἀνθρώπων στὸν Θεὸ εἶναι θυσία καὶ εὐχαριστία. Κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἔτσι ἕνας ἱερέας ποὺ προσφέρει τὴν εὐχαριστία του στὸν Θεό. «Ἐν Χριστῷ», συγκεφαλαιώνονται οἱ μεγαλύτερες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἁγιότερη εὐχαριστία τοῦ ἀνθρώπου.

Γιατί ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ «μέγας ἀρχιερεύς», ὁ ὕψιστος θύτης. Καὶ στὸ φῶς του καταλαβαίνουμε τὸν κόσμο ὁλόκληρο ὡς δῶρο, κι ἔχουμε τὴ δύναμη νὰ τὸν προσφέρουμε στὸ Θεὸ ἁγνὴ εὐχαριστία.

Προσφέροντας ὅμως στὸν Θεὸ εἶτε δῶρα εἶτε θυσία, βάζουμε στὸν κόσμο τὴν σφραγίδα τῆς ἐργασίας μας, τὴν σφραγίδα ἐκείνη ποὺ δείχνει τὸ Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο κατανοοῦμε τὸν κόσμο, τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας μας, τὴν ἀνύψωσή μας πρὸς τὸν Θεό.

Κατὰ τὸ μέτρο, λοιπὸν, ποὺ καταλαβαίνουμε τὴν ἀξία καὶ τὴν πολλαπλότητα αὐτοῦ τοῦ θείου δώρου καὶ ἀναπτύσσουμε καλλιεργώντας τὶς ἀρετές μας, ὅσο περισσότερο δηλαδὴ πολλαπλασιάζουμε τὰ ταλέντα πού μᾶς ἔχουν δοθεῖ, ἄλλο τόσο ὑμνοῦμε τὸν Θεὸ καὶ τὸν γιορτάζουμε περισσότερο, ἀποδείχνοντας ἔτσι, ὅτι εἴμαστε σύντροφοι ἐνεργητικοὶ στὸν διάλογο τῆς ἀγάπης μαζί του.

Οἱ καρποὶ λοιπὸν αὐτοὶ ποὺ προσφέρουμε στὸν Θεό, ἀποτελοῦν τὴν σύνθεση ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ τῶν δώρων τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τοῦ τρόπου, μὲ τὸν ὁποῖον κατανοοῦμε τὸν κόσμο, καὶ τὴν ἐργασία μας πάνω σ’ αὐτόν.

Κι ἐνῶ τοὺς προσφέρουμε στὸν Θεό, μᾶς ξαναδίνονται ἐμπλουτισμένοι μὲ μία καινούργια εὐλογία, μὲ μία καινούργια πλημμύρα ἀγάπης.

Τὸ θεϊκὸ μυστήριο ἀκολουθεῖ ἡ δική μας εὐχαριστία, κι αὐτὴν πάλι διαδέχεται ξανὰ τὸ θεϊκὸ μυστήριο.

Αὐτὸ τὸ κύκλωμα ἀγάπης αὐξάνει χωρὶς διακοπῆ, μεταμορφώνοντάς μας καὶ ταυτόχρονα ἐξανθρωπίζοντας καὶ πνευματοποιώντας τὸν κόσμο. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀντιμετωπίζει τὸν κόσμο σὰν ἕνα ἀντικείμενο χωρὶς νόημα ἢ μὲ μία ἔννοια μονάχα χρησιμοθηρική.

Ἀλλ’ ὁ κόσμος τοποθετεῖται στὸν χῶρο τῆς προσωπικῆς σχέσης, ἀναπτύσσοντας κι ἐξελίσσοντας συνεχῶς αὐτὴ τὴν σχέση ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο.

Ὅμως, ὁ κόσμος ὡς δῶρο στὸν ἄνθρωπο πρέπει νὰ διατηρεῖ αὐτὴ του τὴν ἰδιότητα καὶ στὶς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τοὺς συνανθρώπους του.

Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Μιμησώμεθα νόμον Θεοῦ τὸν ἀνωτάτω καὶ πρώτον, ὃς βρέχει μὲν ἐπὶ δικαίους καὶ ἁμαρτωλούς, ἀνατέλλει δὲ πᾶσιν ὁμοίως τὸν ἥλιον… ἀλλὰ καὶ κοινὰς τὰς αὐτὰς καὶ πλουσίας καὶ οὐδὲν παρὰ τοῦτο ἐνδεεστέρας προέθηκεν τὸ τὲ φύσεως ὁμότιμον ἰσότητι τῆς δωρεᾶς ἡμῶν…» (Περὶ φιλοπτωχίας, Migne P.G. 35, 888c).

Ὁ κόσμος δὲν δόθηκε μόνο ὡς ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ διακηρύξει τὴν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους.

Ὁ σύνδεσμος τῶν δυὸ εἰδῶν ἀγάπης, τῆς χρησιμοποίησης, δηλαδή, τοῦ κόσμου ὡς δώρου τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο καὶ τῶν ἀνθρώπων μεταξὺ των φανερώνεται στὴν ὀρθόδοξη εὐσέβεια μὲ τὸ γεγονός, ὅτι ὅλοι οἱ καρποὶ ποὺ προσφέρονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους στὸν Θεό, στὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ πρῶτα εὐλογηθοῦν, δὲν καταναλίσκονται μονάχα ἀπὸ τὸν δότη ἀλλ’, ἀντίθετα, μοιράζονται καὶ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.

Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, κάθε δῶρο ποὺ γίνεται ἀπὸ ἕναν πιστὸ σ’ ἕναν φτωχό, εἶναι σὰν νὰ γίνεται στὸν ἴδιο τὸν Θεό, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου (Μάτθ. 25, 34- 41).

Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ κόσμος εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἔχει ὡς συνέπεια τὸ καθῆκον τοῦ ἀνθρώπου νὰ τὸν χαρίζει συνεχῶς στὸν συνάνθρωπό του.

Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ χρήση μεταμορφώνει τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ πνευματικά, γκρεμίζει τὰ μεσότοιχα, παύει κάθε εἴδους φιλονικία, παραμερίζει τὴν πάλη καὶ τὸν ἐγωισμὸ καὶ ἀνοίγει τοὺς δρόμους τῆς ἀγάπης, τῆς κοινωνίας καὶ τῆς καθολικότητας.

Μία τέτοια μόνο θεώρηση τῶν πραγμάτων, ποὺ εἶναι ριζικὰ διάφορη ἀπὸ τὴν ἀτομικιστική, μπορεῖ νὰ λύσει τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here