Σύγχυση μεγάλη ὑπάρχει. Μύλος γίνεται· εἶναι ζαλισμένοι οἱ ἄνθρωποι. Ὁ κόσμος εἶναι ὅπως οἱ μέλισσες. Ἂν χτυπήσεις τὴν κυψέλη, οἱ μέλισσες βγαίνουν ἔξω καὶ ἀρχίζουν «βούου…» καὶ γυρίζουν γύρω ἀπὸ τὴν κυψέλη ἀναστατωμένες.
Ὕστερα ἡ κατεύθυνσή τους θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὸν ἄνεμο ποὺ θὰ φυσήξει. Ἂν φυσήξει βοριάς, θὰ πᾶνε μέσα. Ἂν φυσήξει νοτιάς, θὰ φύγουν. Ἔτσι καὶ τὸν κόσμο τὸν φυσάει… «Ἐθνικὸς Βοριάς», «Ἐθνικὸς Νοτιάς», καὶ εἶναι ὁ καημένος ζαλισμένος.
Ὅμως, ἂν καὶ γίνεται τέτοιο βράσιμο, νιώθω μέσα μου μία παρηγοριά, μία σιγουριά. Μπορεῖ νὰ ξεράθηκε ἡ ἐλιά, ἀλλὰ θὰ πετάξει νέα βλαστάρια.
Ὑπάρχει μιὰ μερίδα Χριστιανῶν, στοὺς ὁποίους ἀναπαύεται ὁ Θεός. Ὑπάρχουν ἀκόμη οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, οἱ ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς, καὶ ὁ Καλὸς Θεός μας ἀνέχεται, καὶ πάλι θὰ οἰκονομήση τὰ πράγματα. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς μᾶς δίνουν ἐλπίδα. Μὴ φοβάσθε.
Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι, τ. Β’