Ἀναφέρει ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος (†1989):
«Ἐπισκέφθηκα πρό ἐτῶν μεγάλη γυναικεία Μονή. Μεταξύ τῶν μοναζουσῶν, τίς ὁποῖες γνώριζα, ἦταν καί μία σχεδόν αἰωνόβια.Ὕπαρξη ὀλιγογράμματη, ἀλλά ἁγιασμένη.
Λόγῳ τοῦ γήρατος δέν σηκωνόταν πλέον ἀπ’ τό κρεβάτι. Καθόταν μόνο πάνω σ’ αὐτό. Πῆγα στό κελλί της.
Κλαίγοντας μοῦ εἶπε τό… παράπονό της:
“Ἄχ, αὐτή ἡ Γερόντισσα! Τήν παρακαλῶ νά μοῦ δίνη δουλειά νά κάνω ἐδῶ πάνω στό κρεβάτι, ἀφοῦ δέν μπορῶ νά σηκωθῶ ἄν δέν μέ κρατοῦν, καί αὐτή δέν μοῦ δίνει. Μπορῶ νά τυλίγω κουβάρια. Δέν μέ ἀφήνει, ὅμως.
Μοῦ λέει ὅτι δούλεψα ὀγδόντα χρόνια στό Μοναστήρι. (Εἶχε μεταβῆ ἐκεῖ σέ ἡλίκα 16 ἐτῶν.) Ἀλλά ἔτσι ἐγώ τρώω δωρεάν τό ψωμί μου. Δουλεύουν ἄλλες καί ταΐζουν ἐμένα. Τί νά κάνω, ὅμως; Ἡ Γερόντισσα δέν ὑποχωρεῖ. Στενοχωρήθηκα τόσο πού δέν ἤθελα νά τρώω.
Ἀλλά μετά σκέφθηκα κάτι καί ἀναπαύθηκα. Σκέφθηκα νά κάνω συνέχεια προσευχή γιά ὅλους. Ἔτσι μοῦ φαίνεται σάν νά δουλεύω κι ἐγώ. Βλέπεις αὐτό τό κομποσχοίνι; (Μοῦ ἔδειξε ἕνα κομποσχοίνι πού εἶχε πολύ μεγάλους κόμπους.)
Δέν τό ἀφήνω καθόλου ἀπ’ τά χέρια μου μέρα-νύκτα, ἐκτός ἀπό δύο-τρεῖς ὧρες κατά τίς ὁποῖες κοιμᾶμαι. Κάνω συνέχεια προσευχή γιά τή Γερόντισσα καί γιά τίς Καλόγριες πού δουλεύουν γιά νά τρώω ἐγώ. Ἀλλά κάνω καί γιά ἄλλους.
Γιά τό Δεσπότη μας καί γιά τούς ἄλλους Ἀρχιερεῖς, γιά τούς Ἱερεῖς, γιά τούς Κήρυκες, γιά τούς Ἄρχοντες, γιά τούς Δικαστές, γιά τό Στρατό, γιά τούς Χωροφύλακες, γιά τούς Δασκάλους, γιά τούς Μαθητές, γιά τίς χῆρες, γιά τά ὀρφανά, γιά ὅλους ὅσους θυμηθῶ. Ἔτσι αἰσθάνομαι λιγότερο βάρος στή ψυχή μου πού τρώω δίχως νά δουλεύω…”.
Δακρύζω ὅσες φορές φέρνω στή μνήμη μου τή σκηνή αὐτή. Ἔκτοτε δέν ξαναεῖδα τήν ὁσία ἐκείνη Μοναχή.
Μετά ἀπό λίγους μῆνες ἀπῆλθε σέ ἄλλους κόσμους, γιά νά συνεχίζη ἐκεῖ τίς “ἐκ βαθέων” προσευχές της “γιά ὅλους ὅσους θυμηθῆ” (ἐλπίζω καί γιά μένα…), ἄν καί χωρίς πλέον τό χονδρό κομποσχοίνι της, τό ὁποῖο τάφηκε μαζί μέ τό ἱερό σκῆνος της…».