Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

«Καὶ ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ Ἰούδας εἷς τῶν δώδεκα ἦλθε, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ὄχλοςπολὺςμετὰ μαχαιρῶνκαί ξύλων ἀπὸ τῶν ἀρχιερέωνκαὶ πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ»[Ματθ.26,47].

Καλὰ βέβαια εἶναι τὰ σκεύη τῶν ἱερέων, ὅμως αὐτοὶ ἔρχονται ἐναντίον Του μὲ μαχαίρια καὶ ξύλινα ρόπαλα. Καὶ «ἰδοῦ ὁ Ἰούδας (ἰδοὺ ᾖλθε ὀ Ιούδας)» λέει «εἶς τῶν δώδεκα ἦλθε (:ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα)». Πάλι τὸν ἀναφέρει ὅτι ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὲς καὶ δὲν ντρέπεται.

«Ὁ δὲ παραδιδοὺς αὐτὸν ἔδωκεν αὐτοῖς σημεῖον λέγων· ὃν ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστι· κρατήσατε αὐτόν. καὶ εὐθέως προσελθὼν τῷ Ἰησοῦ εἶπε· χαῖρε, ῥαββί, καὶ κατεφίλησεν αὐτόν (Ἐκεῖνος μάλιστα ποὺ τὸν παρέδωσε, εἶχε δώσει σ’ αὐτοὺς συνθηματικὸ λέγοντας: ‘’Ἐκεῖνον ποὺ θὰ φιλήσω, αὐτὸς εἶναι∙ πιᾶστε τον προσέχοντας καλὰ μή σᾶς φύγει’’. Καὶ ἀμέσως πλησίασε τὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπε: ‘’Χαῖρε, διδάσκαλε’’. Καὶ τὸν φίλησε μὲ προσποιητὴ ἐγκαρδιότητα)».

Πῶ, πῶ! Πόση πονηρὶα καὶ κακία δέχτηκε ἡ ψυχὴ τοῦ προδότη! Διότι μὲ ποιοὺς ὀφθαλμοὺς ἀντίκρισε τότε τὸν Διδάσκαλο; Μὲ ποιὸ στόμα Τὸν φιλοῦσε; Πόσο μολυσμένη σκέψη! Τί σκέφτηκε; Τί τόλμησε νὰ κάνει; Ποιὸ γνώρισμα τῆς προδοσίας Τοῦ ἔδωσε; «ὅν ἄν φιλήσω ( Ἐκεῖνον ποὺ θὰ φιλήσω)» λέει.

Είχε ἐμπιστοσύνη στὴν ἐπιείκεια τοῦ Διδασκάλου, αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ὁποία περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο ἦταν ἱκανὴ νὰ τὸν κάνει νὰ ντραπεῖ καὶ νὰ τὸν στερήσει ἀπὸ κάθε συγνώμη, διότι πρόδωσε Αὐτὸν ποὺ ἦταν τόσο πρᾶος.

Καὶ γιατί τὸ εἶπε αὐτό; Ἐπειδὴ ἐνῷ πολλὲς φορὲς ὁ Κύριος κρατιόταν ἀπὸ αὐτούς, τοὺς διέφυγε περνώντας ἀνάμεσά τους χωρὶς νὰ Τὸν ἀναγνωρίζουν. Ἀλλὰ αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ γίνει καὶ τότε, ἐὰν δὲν ἤθελε Ἐκεῖνος νὰ συλληφθεῖ.

Ἐπειδὴ λοιπὸν ἤθελε νὰ τὸν διδάξει αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πρᾶγμα, τύφλωσε καὶ τότε τοὺς ὀφθαλμούς τους καὶ ὁ ἴδιος ρωτοῦσε «τίνα ζητεῖτε; (ποιὸν ζητεῖτε;)» [Ἰω. 18,4]. Και δὲν Τὸν γνώριζαν ἂν καὶ ἦταν μὲ φανάρια καὶ δᾴδες καὶ εἶχαν καὶ τὸν Ἰούδα μαζί τους.

Ἔπειτα ὅταν Τοῦ εἶπαν ὅτι ζητοῦν τὸν Ἰησοῦ, λέγει «ἐγώ εἰμί (Ἐγὼ εἶμαι αὐτὸς ποὺ ζητᾶτε)» [Ἰω. 18,5] καὶ ἐδῶ πάλι προσθέτει «ἑταῖρε, ἐφ᾿ ᾧ πάρει; ( Φίλε, ἄφησε τὸ φίλημα καὶ κάνε αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ᾖλθες καὶ βρίσκεσαι τώρα ἐδῶ)» [Ματθ. 25,50]. Διότι ἀφοῦ ἔδειξε τὴν δύναμή Του, τὸν συγχώρησε.

Ὁ Λουκᾶς μάλιστα λέει ὄτι καὶ μέχρι αὐτὴ τὴν ὥρα προσπαθεῖ νὰ τὸν διορθώσει λεγοντας ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἰούδα, φιλήματι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως; ( Ἰούδα, μὲ φίλημα, ποὺ ὡς τώρα ἦταν δεῖγμα τῆς ἀγάπης μας, προδίδεις Αὐτὸν ποὺ εἶναι ὁ μοναδικὸς ἐκπρόσωπος τοῦ ἀνθρώπινου γένους καὶ ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας σύμφωνα μὲ τοὺς προφῆτες;)»[Λουκᾶ 22,48]. «Οὔτε τὸν τρόπο τῆς προδοσίας δὲν ντρέπεσαι», λέει.

Ἀλλά επειδη οὔτε αὐτὸ δὲν τὸν ἐμπόδισε, καταδέχθηκε καὶ νὰ φιληθεῖ, καὶ παρέδωσε θεληματικᾶ τὸν ἑαυτό Του καὶ Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν κράτησαν κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνη κατὰ τὴν ὁποία ἔφαγαν τὸ πασχαλινὸ δεῖπνο∙ τόσο πολὺ ἔβραζαν καὶ ἦταν κυριευμένοι ἀπὸ μανία. Ἀλλά ὅμως τίποτε δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ κάνουν ἐὰν δὲν τοὺς τὸ ἐπέτρεπε Ἐκεῖνος.

Τοῦτο ὅμως δὲν ἀπαλλάσσει τὸν Ἰούδα ἀπὸ τὴν ἀνυπόφορη κόλαση, ἀντιθέτως μάλιστα τὸν καταδικάζει περισσότερο, διότι ἂν καὶ εἶχε λάβει τόσο μεγάλη ἀπόδειξη τῆς δύναμης καὶ τῆς ἐπιείκειας καὶ τῆς πραότητας τοῦ Διδασκάλου του, ἔγινε χειρότερος ἀπὸ κάθε θηρίο.

Γνωρίζοντας λοιπὸν αὐτὰ ἂς ἀποφύγουμε τὴν πλεονεξία. Διότι ἐκείνη, ναί, ἐκείνη τὸν ἔκανε τότε τὸν Ἰούδα νὰ μαίνεται. Ἐκείνη προγυμνάζει ὅσους κυριεύσει, στὴν ἔσχατη σκληρότητα καὶ ἀπανθρωπιά.

Διότι ὅταν τούς κάνει νὰ ἀπογοητευθοῦν γιὰ τὴν σωτηρία τὴν δική τους, πολὺ περισσότερο τοὺς κάνει νὰ παραβλέπουν τὴν σωτηρία τῶν ἄλλων. Καὶ τόσο πολὺ τυραννικὸ εἶναι τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας, ὥστε νὰ ὑπερισχύει ἐνίοτε καὶ αὐτοῦ τοῦ ἰσχυρότατου πάθους τῆς πορνείας.

Γί΄ αὐτὸ καὶ σκεπάζω τὸ πρόσωπό μου ἀπὸ ντροπή, διότι πολλοί, ἐπειδὴ λυποῦνται τὰ χρήματα, δὲν θέλησαν νὰ ζήσουν σωφρόνως καὶ μὲ σεμνότητα γιὰ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ.

Γί΄ αὐτὸ λοιπὸν ἂς ἀποφεύγουμε τὸ φοβερὸ αὐτὸ πάθος τῆς πλεονεξίας καὶ αὐτὸ εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο δὲν θὰ πάψω νὰ σᾶς τὸ τονίζω διαρκῶς.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here