Πριν μιλήσουμε περισσότερο γι’ αυτά τα τρία στάδια ή επίπεδα, θα ήταν φρόνιμο να μελετήσουμε τρία απαραίτητα στοιχεία που προϋποτίθενται σε κάθε σημείο της πνευματικής Οδού.

Πρώτο, προϋποτίθεται ότι ο ταξιδιώτης στην Οδό είναι μέλος της Εκκλησίας. Το ταξίδι επιχειρείται σε συνοδοιπορία με άλλους, όχι σε απομόνωση. Η Ορθόδοξη παράδοση έχει έντονη τη συνείδηση του εκκλησιαστικού χαρακτήρα όλου του αληθινού Χριστιανισμού.

Ας επαναλάβουμε κι ας συμπληρώσουμε μια προηγούμενη περικοπή από τον Aleksei Khomiakov:

Κανένας δε σώζεται μόνος του. Αυτός που σώζεται, σώζεται μέσα στην Εκκλησία σαν μέλος δικό της κι ενωμένος μ’ όλα τ’ άλλα μέλη της. Αν κάποιος πιστεύει, είναι μέσα στην κοινωνία της πίστης· αν αγαπά είναι μέσα στην κοινωνία της αγάπης· αν προσεύχεται, είναι μέσα στην κοινωνία της προσευχής.

Όπως παρατηρεί ο π. Alexander Elchaninov:

Η άγνοια και η αμαρτία είναι χαρακτηριστικά απομονωμένων ατόμων. Μόνο μέσα στην ενότητα της Εκκλησίας μπορούν να ξεπεραστούν αυτά τα ελαττώματα. Βρίσκει κανείς τον αληθινό εαυτό του μόνο μέσα στην Εκκλησία· όχι στην ανικανότητα της πνευματικής απομόνωσης, αλλά στη δύναμη της επικοινωνίας του με τους αδελφούς του και το Σωτήρα του.

Βέβαια, είναι αλήθεια ότι υπάρχουν πολλοί που ενσυνείδητα απωθούν το Χριστό και την Εκκλησία του, ή άλλοι που δεν έχουν ακούσει ποτέ γι’ αυτόν· κι όμως, αν και οι ίδιοι δεν το ξέρουν, αυτοί οι άνθρωποι είναι αληθινοί δούλοι του ενός Κυρίου μέσα στα βάθη της καρδιάς τους και στην ακόλουθη πορεία ολόκληρης της ζωής τους.

Ο Θεός μπορεί να σώσει αυτούς που σ’ αυτή τη ζωή ποτέ δεν ανήκαν στην Εκκλησία του. Αλλά, βλέποντας το θέμα από τη δική μας πλευρά αυτό δε δίνει το δικαίωμα σε κανένα μας να πει: «Η Εκκλησία δεν μου είναι απαραίτητη». Μέσα στο Χριστιανισμό δεν υπάρχει κάτι σαν μια πνευματική elite, που να εξαιρείται από τις υποχρεώσεις ενός κανονικού μέλους της Εκκλησίας. Ο μοναστής μέσα στην έρημο είναι ο άνθρωπος της Εκκλησίας όσο και ο τεχνίτης μέσα στη πόλη.

Το ασκητικό και μυστικό μονοπάτι, ενώ από μιαν άποψη είναι «η φυγή του μόνου προς το Μόνο», ταυτόχρονα είναι ουσιαστικά κοινωνικό και κοινοτικό. Ο Χριστιανός είν’ εκείνος που έχει αδελφούς και αδελφές. Ανήκει σε μια οικογένεια -την οικογένεια της Εκκλησίας.

Δεύτερο, η πνευματική Οδός δεν προϋποθέτει μόνο ζωή μέσα στην Εκκλησία αλλά ζωή μέσα στα μυστήρια. Όπως βεβαιώνει με μεγάλη έμφαση ο Νικόλαος Καβάσιλας, τα μυστήρια είν’ αυτά που συνιστούν την εν Χριστώ ζωή μας.

Εδώ πάλι δεν υπάρχει τόπος για τους «κοινούς» Χριστιανούς -το μονοπάτι της κοινής λατρείας με κέντρο τα μυστήρια- κι έν’ άλλο μονοπάτι για μερικούς εκλεκτούς που έχουν κληθεί σ’ εσωτερική προσευχή. Αντίθετα υπάρχει μόνο ένας δρόμος: ο δρόμος των μυστηρίων και ο δρόμος της εσωτερικής προσευχής δεν είναι εναλλακτικοί, αλλ’ αποτελούν μια μοναδική ενότητα.

Κανείς δεν μπορεί να είναι αληθινά Χριστιανός δίχως να μετέχει στα μυστήρια, όπως ακριβώς κανείς δεν μπορεί να είναι αληθινός Χριστιανός αν μεταχειρίζεται τα μυστήρια απλώς σαν μία μηχανική τελετουργία.

Ο ερημίτης μέσα στην έρημο μπορεί ίσως να κοινωνεί λιγότερο συχνά από τον Χριστιανό στην πόλη· αυτό δε σημαίνει όμως ότι τα μυστήρια είναι λιγότερο σημαντικά για τον ερημίτη, αλλ’ απλώς ότι ο ρυθμός της μυστηριακής του ζωής είναι διαφορετικός. Βέβαια, ο Θεός μπορεί να σώσει αυτούς που δεν βαφτίστηκαν ποτέ.

Αλλά ενώ ο Θεός δεν είναι δεμένος με τα μυστήρια, εμείς είμαστε δεμένοι μ’ αυτά.

Νωρίτερα παρατηρήσαμε μαζί με τον Άγ. Μάρκο το Μοναχό, πώς ολόκληρη η ασκητική και μυστική ζωή περιέχεται ήδη μέσα στο μυστήριο του Βαπτίσματος· όσο μακριά κι αν προχωρήσει κάποιος στην Οδό, όλ’ αυτά που ανακαλύπτει δεν είναι τίποτ’ άλλο από την αποκάλυψη ή την διακήρυξη της χάρης του βαπτίσματος.

Το ίδιο μπορούμε να πούμε για τη Θεία Κοινωνία· όλη η ασκητική και μυστική ζωή είναι μια εμβάθυνση και συναίσθηση της ένωσής μας της Ευχαριστιακής με τον Χριστό Σωτήρα. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία η Θ. Κοινωνία δίνεται στα παιδιά από τη στιγμή του βαπτίσματός τους και μετά.

Αυτό σημαίνει ότι οι πιο πρώϊμες αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας από την Εκκλησία, που έχει ένας Ορθόδοξος, ίσως να συνδέονται με τον ερχομό του για να πάρει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού· και η τελευταία συνειδητή πράξη της ζωής του, όπως ελπίζει, θα είναι επίσης η μετάληψη των Τιμίων Δώρων.

Έτσι η εμπειρία του ως προς την Θ. Κοινωνία εκτείνεται σ’ όλη την έκταση της συνειδητής του ζωής. Πάνω απ’ όλα, μέσω της Κοινωνίας είναι που ο Χριστιανός γίνεται ένα με το Χριστό και εν Χριστώ· «Χριστοποιείται», «θεώνεται»· πάνω απ’ όλα μέσω της Κοινωνίας είναι που δέχεται τις απαρχές της αιωνιότητας. «Ευλογημένος είναι εκείνος, που έφαγε τον Άρτο της αγάπης που είναι ο Χριστός», γράφει ο Άγ. Ισαάκ ο Σύρος.

«Ενώ βρίσκεται ακόμη σ’ αυτό τον κόσμο, αναπνέει τον αέρα της ανάστασης, όπου οι δίκαιοι θα ευφραίνονται μετά την έγερσή τους από τους νεκρούς». «Όλ’ η ανθρώπινη προσπάθεια φτάνει εδώ στον τελικό της σκοπό», λέει ο Νικόλαος Καβάσιλας. «Γιατί σ’ αυτό το μυστήριο φτάνουμε στον ίδιο το Θεό, κι’ ο ίδιος ο Θεός γίνεται ένα μαζί μας στην πιο τέλεια απ’ όλες τις δυνατές ενώσεις… . Αυτό είναι το τελικό μυστήριο· περ’ απ’ αυτό δεν είναι δυνατό να πάμε, ούτε μπορεί να προστεθεί τίποτε σ’ αυτό».

Η πνευματική Οδός δεν είναι μόνο εκκλησιαστική και μυστηριακή· είναι και ευαγγελική. Αυτή είναι η τρίτη απαραίτητη προϋπόθεση για έναν Ορθόδοξο Χριστιανό. Σε κάθε βήμα στο μονοπάτι, στρεφόμαστε για καθοδήγηση στη φωνή του Θεού που μας μιλάει μεσ’ από τη Γραφή.

Σύμφωνα με τα Αποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου, «οι γέροντες συνήθιζαν να λένε: Ο Θεός δεν ζητάει τίποτε άλλο από τους Χριστιανούς εκτός από το ν’ ακούνε με προσοχή τις Γραφές και να εφαρμόζουν αυτά που λέγονται μέσα σ’ αυτές». (Αλλού όμως τα Αποφθέγματα επιμένουν στη σημασία της καθοδήγησης από έναν πνευματικό πατέρα για να μας βοηθεί να εφαρμόζουμε σωστά τη Γραφή).

Όταν ο Άγ. Αντώνιος της Αιγύπτου ρωτήθηκε, «Τι κανόνες πρέπει να τηρώ για να ευαρεστώ στο Θεό;» απάντησε: «όπου πηγαίνεις, νάχεις πάντα το Θεό μπροστά στα μάτια σου· για ο,τιδήποτε κάνεις ή λες, νάχεις ένα παράδειγμα από την Αγ. Γραφή· κι οποιοδήποτε είναι το μέρος που κατοικείς, μη βιάζεσαι να πας αλλού. Τήρησε αυτά τα τρία πράγματα και θα ζήσεις».

«Η μόνη αγνή και πιο επαρκής πηγή για τα δόγματα της πίστης», γράφει ο Μητροπολίτης Μόσχας Φιλάρετος, «είναι ο Λόγος του Θεού, που έχει αποκαλυφθεί και περιέχεται στην Αγία Γραφή».

Σε κάποιον που έμπαινε στο μοναστήρι σαν δόκιμος, ο Επίσκοπος Ignatii Brianchaninov δίνει αυτές τις οδηγίες, που οπωσδήποτε εφαρμόζονται εξ ίσου και στους λαϊκούς: Από την αρχή της εισόδου του στο μοναστήρι ο μοναχός θα πρέπει ν’ αφιερώνει κάθε δυνατή φροντίδα και προσοχή στην ανάγνωση του Ευαγγελίου. Θα πρέπει να μελετά το Ευαγγέλιο τόσο προσεκτικά, ώστε να είναι πάντοτε παρόν στη μνήμη του.

Σε κάθε ηθική απόφαση που παίρνει, για κάθε πράξη, για κάθε σκέψη, θα πρέπει πάντα να έχει έτοιμη στη μνήμη του τη διδασκαλία του Ευαγγελίου… Συνέχιζε να μελετάς το Ευαγγέλιο ως το τέλος της ζωής σου. Ποτέ μη σταματάς. Μη σκεφτείς ότι το ξέρεις αρκετά, ακόμη κι αν το ξέρεις όλο απ’ έξω.

Ποια είναι η τακτική της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως προς την κριτική μελέτη της Βίβλου, όπως εφαρμόστηκε στη Δύση κατά τους δύο τελευταίους αιώνες; Αφού το λογικό μας μυαλό είναι δώρο του Θεού, αναμφίβολα υπάρχει μια νόμιμη θέση για επιστημονική έρευνα στις βιβλικές πηγές.

Αλλά, αν και δεν πρέπει ν’ αποκρούσουμε αυτή την έρευνα ολοκληρωτικά, δεν μπορούμε ως Ορθόδοξοι να τη δεχτούμε στην ολότητά της. Πάντα είναι ανάγκη να θυμόμαστε, ότι η Βίβλος δεν είναι μόνο μια συλλογή ιστορικών ντοκουμέντων, αλλά είναι το βιβλίο της Εκκλησίας που περιέχει το λόγο του Θεού. Κι’ επομένως δε διαβάζουμε τη Βίβλο σαν μεμονωμένα άτομα, ερμηνεύοντάς την μόνο με το φως της προσωπικής μας κατανόησης ή με όρους συγχρόνων θεωριών.

Τη διαβάζουμε σαν μέλη της Εκκλησίας, επικοινωνώντας μ’ όλα τ’ άλλα μέλη διά μέσου των αιώνων.

Το τελικό κριτήριο για να ερμηνεύσουμε τη Γραφή είναι το πνεύμα της Εκκλησίας. Κι αυτό σημαίνει να έχουμε συνεχώς υπ’ όψη μας πώς εξηγείται και εφαρμόζεται το νόημα της Γραφής στην Ιερά Παράδοση· δηλαδή πώς η Βίβλος κατανοείται από τους Πατέρες και τους αγίους και πώς χρησιμοποιείται μέσα στη λειτουργική λατρεία.

Όταν διαβάζουμε τη Βίβλο, συνέχεια μαζεύουμε πληροφορίες, παλεύοντας με την έννοια των σκοτεινών προτάσεων, συγκρίνοντας και αναλύοντας. Αλλ’ αυτό είναι κάτι δευτερεύον.

Ο πραγματικός σκοπός της μελέτης της Βίβλου είναι κάτι περισσότερο απ’ αυτό -είναι να θρέψει την αγάπη μας για το Χριστό, να φλογίσει τις καρδιές μας σε προσευχή και να μας δώσει καθοδήγηση στην προσωπική μας ζωή. Η μελέτη των λέξεων θάπρεπε να δώσει τη θέση της σ’ έναν άμεσο διάλογο με τον ίδιο το ζωντανό Λόγο.

«Οποτεδήποτε διαβάζεις το Ευαγγέλιο», λέει ο Άγ. Τύχων του Zadonsk, «ο ίδιος ο Χριστός σου μιλάει. Κι ενώ διαβάζεις, προσεύχεσαι και μιλάς μαζί του».

Μ’ αυτό τον τρόπο οι Ορθόδοξοι ενθαρρυνόμαστε στο να εξασκούμε μια αργή και προσεκτική ανάγνωση της Γραφής, με την οποία η μελέτη μας μας οδηγεί κατευθείαν σε προσευχή, όπως με τη lectio divina (θεία ανάγνωση) των Βενεδικτίνων και των Κιστερσιανών μοναχών.

Συνήθως όμως στους Ορθοδόξους δεν δίνονται λεπτομερείς κανόνες ή μέθοδοι γι’ αυτή την προσεκτική ανάγνωση.

Η Ορθόδοξη πνευματική παράδοση κάνει πολύ λίγη χρήση των συστημάτων της «Παρεκβατικής μεσολάβησης», όπως εκείνα που δημιουργήθηκαν στην Αντιμεταρρύθμιση στη Δύση από τον Ignatius Loyola ή τον Francois de Sales.

Μία αιτία, για την οποία οι Ορθόδοξοι συνήθως δεν έχουν αισθανθεί την ανάγκη για τέτοιες μεθόδους, είναι ότι οι λειτουργικές ακολουθίες που παρακολουθούν, ιδιαίτερα τις Μεγάλες Γιορτές και τη Σαρακοστή, είναι πολύ μακρές και περιέχουν συχνές επαναλήψεις κειμένων-κλειδιών και εικόνων.

Όλ’ αυτά είναι αρκετά για να θρέψουν την πνευματική φαντασία του προσευχόμενου πιστού κι έτσι δεν έχει ανάγκη επί πλέον να ξανασκέφτεται και να αναπτύσσει το μήνυμα των εκκλησιαστικών ακολουθιών καθημερινά σε μια τυπική αυτοσυγκέντρωση.

Όταν πλησιαστεί με τρόπο γεμάτο προσευχή, η Βίβλος βρίσκεται πάντα σύγχρονη -όχι απλώς κείμενα που γράφτηκαν στο μακρινό παρελθόν, αλλά ένα μήνυμα που απευθύνεται άμεσα σε μένα, εδώ και τώρα. «Αυτός που κάνει ταπεινές σκέψεις και απασχολείται με πνευματική δουλειά», λέει ο Άγ. Μάρκος ο Μοναχός, «όταν διαβάζει την Αγία Γραφή θα εφαρμόσει το κάθε τι στον εαυτό του και όχι σε κάποιον άλλο».

Σαν ένα βιβλίο μοναδικά εμπνευσμένο από το Θεό που απευθύνεται προσωπικά στον καθέν’ απ’ τους πιστούς, η Γραφή κατέχει μυστηριακή δύναμη που μεταβιβάζει χάρη στον αναγνώστη και τον φέρνει σ’ ένα σημείο συνάντησης και αποφασιστικής αντιμετώπισης.

Η κριτική έρευνα οπωσδήποτε δεν αποκλείεται, αλλά το αληθινό νόημα της Βίβλου θα φανερωθεί μόνο σ’ εκείνους που τη μελετούν όχι μόνο με τη λογική αλλά και με το πνεύμα.

Η Εκκλησία, τα Μυστήρια, η Γραφή -αυτές είναι οι προϋποθέσεις για το ταξίδι μας. Ας δούμε τώρα τα τρία στάδια: την πρακτική ζωή ή εξάσκηση των αρετών, τη θεώρηση της φύσης και τη θεώρηση του Θεού.

Κάλλιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας
Ο Ορθόδοξος Δρόμος
Μετάφραση: Μαρία Πάσχου Έκδοση: Επτάλοφος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here