Σε ένα μοναστήρι έζησε μία καλόγρια, που παρίστανε την τρελλή και την δαιμονισμένη και τόσο πολύ την σιχάθηκαν οι άλλες καλόγριες, που ούτε έτρωγαν μαζί της στην κοινή τράπεζα, πράγμα, που η ίδια είχε προτιμήσει.

Περιφερόμενη λοιπόν στο μαγειρείο του μοναστηριού έκανε κάθε υπηρεσία ήταν, όπως έλεγαν, το σφουγγάρι του μοναστηριού, εφαρμόζοντας στην πράξη το ρητό της Αγ. Γραφής· «εάν κανείς μεταξύ σας νομίζει, ότι είναι σοφός σ’ αυτόν τον αιώνα, ας γίνει μωρός, για να φανεί σοφός ενώπιον του Θεού» (Α. Κορ. γ’ 18).

Αυτή αφού έδεσε ένα κουρέλι στο κεφάλι της – διότι όλες οι άλλες φορούσαν κουκούλια – υπηρετούσε έτσι στο μοναστήρι.

Αυτήν δεν την είδε καμία από τις τετρακόσιες να μασά σε όλη της την ζωή, δεν κάθισε ποτέ στο τραπέζι, δεν έφαγε ένα κομμάτι ψωμί, αλλά αφού σκούπιζε από τα τραπέζια τα ψίχουλα και ξέπλενε τις χύτρες, της αρκούσαν αυτά· δεν ακούστηκε να βρίσει ποτέ κανένα, δεν γόγγυσε, ποτέ της δεν μικρολόγησε, δεν είπε λόγια υπερήφανα, αν και την χαστούκιζαν, την έβριζαν, την καταριόντουσαν και την έφτυναν.

Εμφανίστηκε λοιπόν Άγγελος Κυρίου στον άγιο Πιτηρούμ, αναχωρητή, άνδρα δοκιμασμένης αρετής, που ασκήτευε στον Πορφυρίτη και του λέει:

– Γιατί έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτόν σου, ότι είσαι ευλαβής, και κάθεσαι σε τέτοιο φοβερό τόπο; Θέλεις να δεις μία γυναίκα, που είναι ευλαβέστερη από σένα; Πήγαινε στο γυναικείο μοναστήρι των Ταβεννησιωτών και εκεί θα συναντήσεις κάποια, που έχει στέμμα στο κεφάλι της· αυτή είναι πολύ καλύτερη από σένα.

Διότι ουδέποτε απομάκρυνε την καρδιά της από τον Θεό, αν και αγωνίζεται μέσα σε τόσο πλήθος που την κοροϊδεύει· συ όμως ενώ κάθεσαι εδώ περιπλανιέσαι, με τη σκέψη σου, στις πόλεις.

Και αυτός, που ποτέ δεν βγήκε από την σκήτη του, πήγε μέχρι εκείνο το μοναστήρι και παρακαλεί να του επιτρέψουν να μπει στο γυναικείο μοναστήρι. Του επέτρεψαν να μπει, επειδή ήταν ξακουστός και γέρων.

Αφού μπήκε ζήτησε να δει όλες τις μοναχές. Εκείνη όμως δεν εμφανιζόταν. Στο τέλος λέει προς αυτές:

– Να μου τις φέρετε όλες, διότι λείπει άλλη μία.

Του απαντούν:

– Έχουμε ακόμη μίαν σαλή, μέσα στο μαγειρείο – έτσι με την λέξη σαλή ονομάζουν αυτές, που πάσχουν από δαιμόνιο.

– Να μου την φέρετε και εκείνη· αφήστε να την δω.

Πήγαν να την φωνάξουν αυτή όμως δεν υπάκουσε, διότι ίσως να αντιλήφθηκε την υπόθεση ή και να το πληροφορήθηκε με αποκάλυψη Θεού. Την σύρουν (τότε) βιαίως και της λένε:
– Ο άγιος Πιτηρούμ θέλει να σε δει. Διότι ήταν ονομαστός ο Άγιος.

Μόλις λοιπόν ήλθε αυτή πρόσεξε ο άγιος Πιτηρούμ το κουρέλι, που είχε στο μέτωπό της, και αφού έπεσε στα πόδια της, της λέει:

– Ευλόγησέ με.

Και εκείνη ομοίως έπεσε στα πόδια του λέγοντας προς αυτόν:

– Συ να με ευλογήσεις, Κύριε.

Οι άλλες τα έχασαν και λένε προς αυτόν:

– Αββά (πάτερ) μην εξευτελίζεσαι· είναι τρελλή.

Απαντά τότε σε όλες αυτές ο Πιτηρούμ:

– Σεις είσθε τρελλές· διότι αυτή είναι αμμάς και δική μου και δική σας – (με την λέξη αμμάς ονομάζουν τις πνευματικές μητέρες) – και εύχομαι να βρεθώ άξιός της κατά την ημέρα της κρίσεως».

Μόλις άκουσαν αυτά, έπεσαν στα πόδια του και εξομολογείτο κάθε μία και διαφορετικό τρόπο προσβολής της προσποιούμενης την σαλή· άλλη ότι έχυσε επάνω της το απόπλυμα του πιάτου· άλλη ότι την γρονθοκόπησε· άλλη, ότι της μελάνιασε την μύτη· και όλες, γενικά ανέφεραν διάφορες προσβολές εις βάρος της.

Αφού λοιπόν ο Πιτηρούμ προσευχήθηκε γι’ αυτές αναχώρησε. Και μετά από λίγες ημέρες εκείνη, επειδή δεν υπέφερε την τιμή και την δόξα των αδελφών, και στενοχωρείτο από τις απολογίες τους, έφυγε από το μοναστήρι· και πού πήγε, ή πού τρύπωσε, ή πώς πέθανε, κανείς δεν έμαθε.

Από την έκδοση «Παλλαδίου, ‘Λαυσαϊκή Ιστορία’» τ. Α΄, σ. 181-185. ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here