Ήθελα, αδελφοί μου, και αγαπούσα να είχα τον καιρόν να σας εξομολογούσα όλους και άνδρας και γυναίκας να μου ελέγετε τα παράπονά σας, μα βλέπω το πολύ πλήθος και δεν ημπορώ. Μοναχά σας λέγω και σας φανερώνω τέσσερα μυστήρια, τα αναγκαιότερα της πίστεώς μας:

Το πρώτον είναι να αγαπάτε τους εχθρούς σας και να τους συγχωράτε με όλην σας την καρδίαν εις ό,τι και αν σας έφταιξαν, δια να σας συγχωρήση και εσάς ο Θεός εις τα όσα του φταίετε.

Το δεύτερον είναι να εξετάζετε να ευρίσκετε πνευματικόν καλόν και να του ειπήτε ο καθένας έτσι: «Εγώ, πνευματικέ μου, έχω να κολασθώ διατί δεν αγαπώ τον Θεόν και τον αδελφόν μου καθώς πρέπει.

Εγώ είμαι αχάριστος εις τον Θεόν μου δια τα τόσα και τόσα καλά οπού μου εχάρισε.

Μου έδωσε τα ομμάτια να βλέπω τα άπειρά του ποιήματα και να τον δοξάζω, να βλέπω τον ήλιον και να θαυμάζω και να λέω: εάν ο ήλιος είναι τόσον λαμπρός, αμή εκείνος οπού τον έκαμε, πόσον να είναι λαμπρότερος;

Αχ, Θεέ μου, αξίωσόν με να σε απολαύσω. Εγώ δεν κάνω έτσι, αλλά βλέπω το ξένον πράγμα τού αδελφού μου δια να το κλέψω.

Φθονώ πως αυτόν τον έκαμε ο Θεός πλούσιον και εμένα πτωχόν και βαρυκαρδίζω και δια τούτο θέλω να κολασθώ. Περιεργάζομαι όλα τα κακά και τες ξένες γυναίκες.

Ακόμη μου έδωσε ο Θεός τα αυτιά δια να ακούω το άγιον Ευαγγέλιον και τα ιερά βιβλία και εγώ ακούω χορούς και τραγούδια, λαλούμενα και φλυαρίες.

Μου έδωσε το στόμα να διαβάζω, να προσεύχωμαι, να κοινωνώ τα Άχραντα Μυστήρια, να ομολογώ τας αμαρτίας μου και να κατηγορώ πάντα του λόγου μου, μα εγώ βλασφημώ, κατακρένω αρχιερείς, πνευματικούς, ιερείς, λαϊκούς, άνδρας και γυναίκας, λέγω ψέματα, κάνω όρκους, ασχημολογώ, υβρίζω, προδίδω, τρώγω ωσάν το ζώον, πίνω κρασί και μεθώ και γίνομαι ωσάν το γουρούνι.

Μου έδωσε τα χέρια δια να εργάζωμαι, να τρέφωμαι με το έργον μου και να τρέφω και άλλους και να κάνω και άλλες εργασίες θεάρεστες, και εγώ σκοτώνω, αρπάζω, κλέπτω, αδικώ, μετρώ και ζυγιάζω ξύκι, παίζω χαρτιά και ζω με τα αίματα των αδελφών μου.

Μου έδωσε τα ποδάρια να περηπατώ τον καλόν και χριστιανικόν δρόμον, μα εγώ τρέχω τυφλός και ακολουθώ τες στραβόγραβες και διαβολικές στράτες.

Λοιπόν αλλοίμονο εις εμένα, με αυτά όλα έχω βέβαια να κολασθώ». Και να φυλαχθής, να μην του κρύψης καμμίαν αμαρτίαν, και την παραμικρήν αλλά να τες ειπής όλες χωρίς εντροπήν, διατί ανίσως και κρύψης μίαν, όλες ασυγχώρητες μένουν.

Το τρίτον είναι όταν σε ελέγξη ο πνευματικός και σου ειπή: Διατί να τα κάμης όλα αυτά;

Τότε εσύ να μη ρίξης την αφορμήν εις άλλον, τάχα πως σε επαρακίνησεν, ούτε να προφασιστής πως σε εσκέλισεν ο διάβολος, αλλά να κατηγορήσης του λόγου σου και να ειπής το κακόν σου το κεφάλι εις όλα σου έφταιξε.

Το τέταρτον είναι ό,τι και να σου ειπή ο πνευματικός και ό,τι να σε νουθετήση, να τα βάλης μέσα εις τον νουν σου και επάνω εις το κεφάλι σου και ό,τι θέλει να σε κανονίση να τα δεχθής μετά πάσης χαράς και να υποσχεθής να τα κάμης και να αποφασίσης πλέον με στερεάν γνώμην οπού καλύτερα να αποθάνης, παρά να ματαπέσης και να ματακάμης τα όμοια αμαρτήματα.

Αυτά, χριστιανοί μου, είναι τα αναγκαιότερα μυστήρια της πίστεώς μας.

Μάλιστα ύστερα από την καθαράν Εξομολόγησιν να συχνοκοινωνάτε τα Άχραντα Μυστήρια, διατί ο θάνατος έρχεται ωσάν ο κλέπτης και δεν ηξεύρομεν ως αύριον τι έχομεν να πάθωμεν, ημπορεί να μας έλθη έξαφνα και να μας εύρη ανέτοιμους και τι γενόμαστε;

Ο ανεξομολόγητος άνθρωπος είναι όμοιος με έναν αβάπτιστον και είναι αδύνατον να σωθή. Και ανίσως ένας οπού απέθανεν ει μεν και επρόφτασεν και εξωμολογήθη και ας δεν εκοινώνησε, είναι ελπίδα εις αυτόν.

Ειδέ και δεν εξωμολογήθη, ας κοινωνήση όσες φορές θέλει, τίποτες δεν ωφελείται, μάλιστα βλάπτεται, επειδή και κοινωνεί ανάξια και αλλοίμονον εις αυτόν.

Πρώτον πρέπει να γίνεται η Εξομολόγησις, έπειτα η Αγία Κοινωνία. Πρώτον να πλύνωμεν και να καθαρίζωμεν το αγγείον και ύστερα να βάλωμεν το πολυτίμητον πράγμα μέσα.

Από το βιβλίο: Μαρία Αλ. Μαμασούλα, Ο Εθναπόστολος Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», 2016

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here