Ὁ βυζαντινός ἁγιογράφος τῆς εἰκόνας τῆς γέννησης τῆς Θεοτόκου γιά τήν ἔνταξη τῶν σχετικῶν σκηνῶν ἀκολουθεῖ τό ἀπόκρυφο Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου. Σκοπός του εἶναι νά ὑπογραμμίσει τή θαυματουργική γέννηση τῆς Θεοτόκου.

Ταυτόχρονα ὅμως μένει πιστός στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας του, ὅπως τή βλέπουμε στά τρο­πάρια τῆς ἑορ­τῆς.

Γι’ αὐτό, ἐνῶ εἰκονίζει τή Θεοτόκο μέσα σέ λίκνο (κούνια), ὡς βρέφος σπαργανωμένο, δέν παραλείπει νά γράψει πάνω ἀπό τό κεφά­λι της τά συνηθισμένα συμπιλήματα ΜΡ-ΘΥ (Μήτηρ Θεοῦ).

Σ’ ὅλα σχεδόν τά τροπάρια τόσο τῆς ἑορτῆς τῆς γέννησης τῆς Θεοτόκου, ὅσο καί τῆς συλλήψεως τῆς ἁγίας Ἄννας (9 Δεκεμβρίου), τονίζεται πώς ἡ παιδίσκη πού γεννήθηκε ἤ συνελήφθη εἶναι Μητέρα τοῦ Θεοῦ.

Στήν εἰκόνα δεσπόζει ἡ μορφή τῆς ἁγίας Ἄννας, πού εἰκονίζεται μισοκαθισμένη στό κρεβάτι. Μέ τό ἀριστερό της χέρι, πού μόλις βγαίνει ἀπό τό ὁλοκόκκινο μαφόριό της, στηρίζει τό γερμένο κεφάλι της.

Εἶναι βυθισμένη σέ εὐσεβεῖς σκέψεις λόγω τοῦ παραδόξου θαύματος. Τό βλέπουμε στήν ἔκφραση τοῦ προσώπου της.

Στή μέση τῆς εἰκόνας εἰκονίζονται οἱ δοῦλες, οἱ «παιδίσκες», καθώς καί οἱ ἐπισκέπτριες πού σπεύδουν νά δώσουν φαγητό στή λε­χώνα καί νά τήν περιποιη­θοῦν. Ἡ μεσαία ἴσως νά ’ναι ἡ Ἰουδίθ, τῆς ὁποίας τό ὄνομα ἀναφέρει τό Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου. Μία ἀπό τίς δοῦλες κάνει ἀέρα μέ ριπίδιο στήν Ἄννα.

Ἡ σκηνή στό ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας εἶναι ἐμπνευσμένη ἀπό τή συνάντηση τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννας ὕστερα ἀπό τήν εἴδηση πού ἔφερε ὁ ἄγγελος ὅτι θά ἀποκτήσουν παιδί. Οἱ δύο εὐτυχισμένοι γονεῖς ἀγκαλιάζονται καί ἀσπάζονται στήν πύλη τοῦ σπιτιοῦ τους (ἤ κατά τόν Ψευδο-Ματθαῖο στή Χρυσή πύλη τῆς πόλης).

Ἡ ἁγία Ἄν­να λέει στόν ἄνδρα της κατά τό Πρωτευαγγέλιο: «Νῦν οἶδα ὅτι Κύριος ὁ Θεός εὐλόγησέ με σφόδρα…».

Στό δεξιό μέρος τῆς εἰκόνας εἰκονίζεται ὁ Ἰωακείμ σέ στάση προσευχῆς. Σ’ αὐτή τήν ἱερή στιγμή τόν βρῆκε ὁ ἄγγελος πού τοῦ μετέφερε τή χαρμόσυνη εἴδηση.

Ὁ Ἰωακείμ βρίσκεται ἀπέναντι ἀπό τήν Ἄννα, ἔχει στραμμένο τό βλέμμα του σ’ αὐτή καί συνομιλεῖ μαζί της. Κοντά στή νεογέννητη Παναγία κάθεται μιά παιδίσκη πού γνέθει. Σ’ αὐτή τήν παράσταση κυριαρχεῖ ὁ τόνος τῆς χαρᾶς.

Τά χρώματα τῶν ἐνδυμάτων εἶναι ζωηρά, ζεστά, ἔντονα. Τά πρόσωπα φωτεινά, ἐκφραστικά, ὅπως ἄλλωστε ταιριάζει στήν περίσταση: ἕνα παιδί γεν­νιέται ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια ἀναμονῆς.

Κλείνουμε τήν ἀνάλυση τῆς εἰκόνας «ἡ Γέννηση τῆς Θεοτόκου» μ’ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό ἐγκώμιο τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ (Εἰς τό Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, 1,5):

«Ὦ ζεῦγος λογικῶν τρυγόνων Ἰωακείμ καί Ἄννα τό σωφρονέστατον. Ὑμεῖς τόν τῆς φύσεως νόμον, τήν σωφροσύνην, τηρήσαντες τῶν ὑπέρ φύσιν κατηξιώθητε· τετόκατε (=ἔχετε γεννήσει) γάρ τῷ κόσμῳ Θεοῦ μητέρα ἀπείρανδρον.

Ὑμεῖς εὐσεβῶς καί ὁσίως ἐν ἀνθρω­πίνῃ φύσει πολιτευσάμενοι, ὑπέρ ἀγγέλους καί τῶν ἀγγέλων δεσπόζουσαν νῦν θυγατέρα τετόκατε. Ὦ θυγάτριον ὡραιότατον καί γλυκύτατον· ὦ κρίνον ἀναμέσον τῶν ἀκανθῶν ἐκφυέν ἐξ εὐγενεστάτης καί βασιλικωτάτης ρίζης δα­βιτικῆς…

Ὦ ρόδον ἐξ ἀκανθῶν τῶν Ἰουδαίων φυέν καί εὐωδίας θείας πληρῶσαν τά σύμπαντα. Ὦ θύγατερ Ἀδάμ καί μήτηρ Θεοῦ. Μακαρία ἡ ὀσφύς καί ἡ γαστήρ ἐξ ὧν ἀνεβλάστησας· μακάριαι αἱ ἀγκά­λαι αἵ σε ἐβάστασαν καί χείλη τά τῶν ἁγνῶν φιλημάτων σου ἀπο­λαύσαντα, μόνα τά γονικά, ἵνα ᾖς ἐν πᾶσιν ἀειπαρθενεύουσα».

και η μετάφραση:

“Ιωακείμ και Άννα, ζευγάρι λογικά τρυγόνια σωφρονέστατο!
Εσείς, με το να κρατήσετε το φυσικό νόμο της σωφροσύνης, αξιωθήκατε με δώρα υπερφυσικά· γεννήσατε τη Μητέρα του Θεού, την ανέγγιχτη από άνδρα.

Εσείς, αφού ζήσατε με ευσέβεια και οσιότητα μέσα στα όρια της ανθρώπινης φύσεως, γεννήσατε την ανώτερη από αγγέλους Κόρη, την Κυρία των αγγέλων.

Ω Κόρη, πανέμορφη και γλυκύτατη. Κρίνο που ξεφύτρωσες ανάμεσα στ’ αγκάθια, από την πιο ευγενική και βασιλική ρίζα του Δαβίδ.

Χάρη σε Σένα, Παρθένε, πλουτίσθηκε η βασιλεία με την ιεροσύνη.

Χάρη σε Σένα μετακινήθηκε ο νόμος και ανακαλύφθηκε το πνεύμα, που κρυβότανε κάτω από το γράμμα, αφού η ιερατική εξουσία πέρασε από τη λευιτική στη δαβιτική φυλή.

Ρόδο,(τριαντάφυλλο) που ξεφύτρωσες μέσα από τ’ αγκάθια των Ιουδαίων, και πλημμύρισες με το θεϊκό σου άρωμα τα σύμπαντα.

Κόρη του Αδάμ και Μητέρα του Θεού. Ευλογημένη η μέση και τα σπλάγχνα απ’ όπου βλάστησες.

Ευλογημένη η αγκαλιά που σε κράτησε και τα χείλη που απολαύσανε τα αγνά σου φιλιά, δηλ. τα χείλη των γονιών σου μονάχα, για να μείνεις πάντοτε, σ’ όλα παρθένος.)

[Ἀπό τό βιβλίο Χρήστου Γκότση, Ὁ Μυστικός Κόσμος τῶν Βυζαντινῶν Εἰκόνων, τόμ. 2, 2η ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 1995), 43-48].

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here